Γενικά
Ο ραγοειδής χιτώνας είναι ο αγγειώδης χιτώνας του ματιού και αποτελείται από την ίριδα, το ακτινωτό ή κυκλικό σώμα και το χοριοειδή. Η ίριδα είναι ένα δισκοειδές διάφραγμα με μια ‘τρύπα’ στη μέση, την κόρη και έχει ιδιαίτερη μορφολογική εικόνα σε κάθε άτομο. Το ακτινωτό σώμα παράγει το υδατοειδές υγρό (βλ. Γλαύκωμα) και με τη βοήθεια του ακτινωτού μυ ρυθμίζει τη λειτουργία της προσαρμογής για την κοντινή όραση.Ο χοριοειδής χιτώνας αποτελεί το πίσω μέρος του ραγοειδή, βρίσκεται μεταξύ σκληρού και αμφιβληστριειδή και χρησιμεύει για τη θρέψη των εξωτερίκων στιβάδων του αμφιβληστροειδούς.
Οι φλεγμονές του ραγοειδούς καλούνται ραγοειδίτιδες. Μπορεί να διακριθούν, ανάλογα με την ανατομική τους εντόπιση σε πρόσθιες ( ιρίτιδα, όταν η φλεγμονή αφορά μόνο την ίριδα, ιριδοκυκλίτιδα, όταν αφορά και το ακτινωτό ή κυκλικό σώμα, κυκλίτιδα, όταν αφορά μόνο το τελευταίο), σε διάμεσες, σε οπίσθιες και σε πανραγοειδίτιδα.Οι φλεγμονές μπορεί να είναι οξείες, υποξείες ή χρόνιες και εξελίσσονται κατά ώσεις.
Πρόσθια ραγοειδίτιδα
Η πρόσθια ραγοειδίτιδα είναι η πλέον συχνή μορφή ραγιειδίτιδας και συνήθως έχει τη μορφή ιριδοκυκλίτιδας. Τα συμπτώματα του ασθενούς είναι πόνος, φωτοφοβία και δακρύρροια, βλεφαρόσπασμος και μείωση της όρασης. Το μάτι είναι κόκκινο, λόγα της έντονης υπεραιμίας, που παρουσιάζει η ίριδα και ο επιπεφυκότας. Η υπεραιμία αυτή αφορά τα αγγεία που βρίσκονται εν τω βάθει, ενδοσκληρικά και έχει χρώμα βαθύ ερυθρό και όχι ανοιχτό, όπως σε μια απλή υπεραιμία του επιπεφυκότα. Οσο δε πλησιάζουμε προς τον κερατοειδή γίνεται εντονότερη. Η κόρη παρουσιάζει μεταβολές στο μέγεθος και στην αρχή της προσβολής βρίσκεται σε μύση(μικρή κόρη) και αντιδρά νωθρά στο φως. Σε περίπτωση που αναπτυχθούν οπίσθιες συνέχειες μεταξύ ίριδας και φακού, η κόρη εμφανίζεται παραμορφωμένη. Είναι δυνατόν αυτές οι συνέχειες να αφορούν όλη την περιφέρεια της κόρης (κορικός αποκλεισμός), με αποτέλεσμα να διακοπεί η ροή του υδατοειδούς υγρού από τον οπίσθιο στον πρόσθιο θάλαμο (βλ. Γλαύκωμα), οπότε έχουμε αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης και δευτεροπαθές γλαύκωμα.
Στην ίριδα ο οφθαλμίατρος μπορεί να διαπιστώσει την παρουσία ιζημάτων και οζιδίων, μερικές φορές παθογνωμονικών. Η μείωση της όρασης οφείλεται στην εμφάνιση φλεγμονωδών στοιχείων στον πρόσθιο θάλαμο( μεταξύ οπισθίας επιφάνειας κερατοειδούς και προσθίας επιφάνειας της ίριδας) και στο υαλοειδές. Τα φλεγμονώδη αυτά στοιχεία μπορεί να είναι ερυθρά αιμοσφαίρια, φλεγμονώδη κύτταρα, πρωτεΐνη (Tyndall). Eίναι δυνατόν, σε σοβαρή προσβολή, ο οφθαλμίατρος να εντοπίσει την παρουσία ιζημάτων στον κερατοειδή ή και τη συλλογή πύου (υπόπυο) ή αίματος (λόγω ρήξης των αγγείων της ίριδας), το λεγόμενο ύφαιμα, στο κάτω μέρος του προσθίου θαλάμου.
Οπίσθια ραγοειδίτιδα
Η οπίσθια ραγοειδίτιδα (καλείται και χοριοειδίτιδα), εμφανίζεται είτε σαν μεμονωμένη εστία, είτε με διάχυτο μορφή. Τα συμπτώματα είναι μυϊοψίες (αντίληψη ιπταμένων μυγών ), οι φωταψίες και το αίσθημα διαταραχής της όρασης ( σαν να βλέπεις μέσα από ομίχλη). Σε περίπτωση που έχει προσβληθεί η ωχρά (το κεντρικό σημείο της όρασης), υπάρχει δραματική πτώση της κεντρικής όρασης. Δεν είναι όμως και σπάνιες οι περιπτώσεις όπου αποκαλύπτονται σε τυχαίο οφθαλμολογικό έλεγχο εστίες χοριοειδίτιδας, χωρίς ο ασθενής να αναφέρει κανένα σύμπτωμα στο παρελθόν.
Διάμεση ραγοειδίτιδα
Στη διάμεση ραγοειδίτιδα (pars planitis ή περιφερική ραγοειδίτιδα) τα συμπτώματα είναι παρόμοια με αυτά της οπίσθιας, συνήθως όμως η νόσος αρχίζει ήπια και επιδεινώνεται προοδευτικά.
Αίτια
Η ανεύρεση της αιτίας μιας ραγοειδίτιδας είναι από τα δυσκολότερα προβλήματα στην οφθαλμολογία. Σε πολλές περιπτώσεις δεν ανευρίσκεται αιτιολογία. Οι αιτίες που προκαλούν φλεγμονή του ραγοειδούς μπορεί να είναι εξωγενείς π.χ. μετά από τραύμα του οφθαλμού, διάτρηση του κερατοειδούς, μετά χειρουργική επέμβαση οπότε φλεγμονώδης παράγοντας εισέρχεται στον οφθαλμό ή ενδογενείς. Οι ενδογενείς φλεγμονές είναι αποτέλεσμα συστηματικών παθήσεων, μολυσματικών ( φυματίωση, σύφιλη, γονόρροια, βρουκέλλωση, τοξοπλάσμωση), αυτοάνοσων ( νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet, σύνδρομο Reiter, ρευματοειδής αρθίτιδα, αγκυλοποιητική σπονδυλαρθίτιδα), αλλά και άλλων παθήσεων, όπως η σαρκοείδωση, η νόσος του Crohn. Ραγοειδίτιδα μπορεί να προκληθεί και μ’επέκταση της φλεγμονής από τον κερατοειδή, το σκληρό ή και τον αμφιβληστροειδή.
Αντιμετώπιση
Η θεραπεία της ραγοειδίτιδας γίνεται πολύ δύσκολη όταν δεν έχει βρεθεί ο αιτιολογικός παράγοντας. Εφαρμόζεται κολλύριο ατροπίνης συμπτωματικά, για τη μείωση του πόνου και την αποφυγή, λόγω της προκαλούμενης μυδρίασης, δημιουργίας οπισθίων συνεχειών, καθώς και κορτικοστεροειδή, με τη μορφή κολλυρίου ή ενέσεων παραβολβικά, για τον περιορισμό της φλεγμονής. Σε περίπτωση ανεύρεσης της αιτίας θα γίνει η ειδική συστηματική θεραπεία σε συνεργασία με τον παθολόγο.
Χειρουργός Οφθαλμίατρος