Κύηση και τριχομοναδική λοίμωξη

Γενικά

Η τριχομοναδική λοίμωξη οφείλεται στο πρωτόζωο Trichomonas vaginalis, το οποίο συναντάνται σε ποσοστό 25% στων εγκύων γυναικών. Μεταδίδεται γενετησιακά αλλά και με επαφή μολυσμένων υγρών, που περνούν στον κόλπο, όπως τα νερά στις πισίνες, γιατί οι τριχομονάδες μπορούν να επιζήσουν σε συνθήκες περιβάλλοντος περίπου για 24 ώρες. Συνήθως προκαλεί λοιμώξεις του ουροποιογεννητικού συστήματος και αφορά τον κόλπο και την ουρήθρα, ενώ σπάνια μπορεί να προσβάλει και την περιτοναϊκή κοιλότητα. Κυρίως προκαλεί κολπίτιδα και εξωτραχηλίτιδα, ενώ έχει ενοχοποιηθεί για πρόκληση πρόωρης ρήξης των υμένων, πρόωρο τοκετό και εμπύρετη λοχεία. Τα συμπτώματά της οξείας τριχομοναδικής κολπίτιδας είναι συχνουρία, δυσουρία και κολπική υπερέκκριση. Η χρόνια μορφή της μπορεί να είναι εντελώς ασυμπτωματική.

Διάγνωση

Η διάγνωσή της βασίζεται στην ανεύρεση της κολπικής τριχομονάδας σε νωπά παρασκευάσματα ή σε παρασκευάσματα που προορίζονται για κυτταρολογική εξέταση Παπανικολάου.

Επιδράσεις στο έμβρυο

Το έμβρυο μολύνεται συνήθως κατά τον τοκετό και μπορεί να παρουσιάσει αιδοϊίτιδα, ουρηθρίτιδα ή επιπεφυκίτιδα.

Αντιμετώπιση

Η θεραπευτική της αντιμετώπιση γίνεται με μετρονιδαζόλη, η οποία όμως χορηγείται κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης, ενώ κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης η χορήγησή της αποφεύγεται. Επίσης τοπικά χορηγείται κλοτριμαζόλη με σκοπό την ανακούφιση της εγκύου από τον κνησμό και την κολπική υπερέκκριση υγρών. Στο νεογέννητο, που παρουσιάζει λοίμωξη, χορηγείται διάλυμα μετρονιδαζόλης.

Διαβάστε επίσης