Γενικά
Οι συχνότερες μεταβολές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρατηρούνται από το δέρμα, τους μαστούς, την κοιλιά και τα γεννητικά όργανα της εγκύου, ενώ γίνονται αντιληπτοί και οι εμβρυϊκοί παλμοί.
Μεταβολές την γεννητικών οργάνων
Τα εξωτερικά γεννητικά όργανα και ο κόλπος κατά τη διάρκεια της κύησης παρουσιάζουν υπεραιμία και παρατηρείται αυξημένη αγγείωση των τοιχωμάτων του κόλπου. Οι ίδιες μεταβολές συμβαίνουν και στο περίνεο. Η υπεραιμία του κόλπου, καθώς και οι μεταβολές στον υποβλενογόνιο συνδετικό ιστό επιτρέπουν την αυξημένη διάταση, που συμβαίνει κατά τον τοκετό. Κατα την εγκυμοσύνη παρατηρείται μία αυξημένη κολπική έκκριση εξαιτίας της αύξησης έκκρισης βλέννας.
Η μήτρα παρουσιάζει διάφορες μεταβολές αφενός για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες του αυξανόμενου όγκου του εμβρύου και αφετέρου για να προετοιμαστεί κατάλληλα για την έξοδο του εμβρύου κατά τον τοκετό.
Μεταβολές των μαστών
Οι μαστοί αυξάνονται σημαντικά κατά τη διάρκεια της κύησης, λόγω μεταβολής των επιπέδων των οιστρογόνων και της προγεστερόνης. Διογκώνονται περίπου κατά το 1/3 του αρχικού τους όγκου και γίνονται ευαίσθητοι. Επίσης παρατηρείται υπεραιμία και διακρίνονται οι διατεταμένες φλέβες στους υποδόριους ιστούς. Τέλος, είναι πιθανό, όσο προχωρά η κύηση, να αποβάλλονται από τους εκφορητικούς πόρους είτε αυτόματα είτε προκλητά σταγόνες υγρού καθαρού ή κιτρινωπού, οπου ονομάζεται πύαρ ή πρωτόγαλα.
Μεταβολές του δέρματος
Η εναπόθεση μελαγχρωστικής στο δέρμα είναι συνήθης κατά την κύηση. Η άλως στις θηλές των μαστών αυξάνεται και γίνεται πιο σκοτεινή. Οι υποδόριοι αδένες της άλω μεγαλώνουν και προβάλλουν δημιουργώντας τα γνωστά φυμάτια Montgomery. Η περιοχή γύρω από τον ομφαλό χρωματίζεται από την εναπόθεση μελανίνης. Μελανίνη επίσης εναποτίθεται και στο μέτωπο, στη μύτη και τις παρειές και δημιουργείται έτσι το μητρικό χλόασμα.
Μεταβολές σωματικού βάρους και μεταβολισμού
Κατά τη διάρκεια μίας εγκυμοσύνης το σωματικό βάρος της εγκύου φυσιολογικά αυξάνεται κατά 11-13 κιλά. Από αυτά κατά μέσο όρο το βάρος του εμβρύου αφορά τα 3.300g, το βάρος του πλακούντα και των υμένων 650 g, η αύξηση του βάρους του μυομητρίου τα 1.150 g και το αμνιακό υγρό τα 700 g. Οι μαστοί αυξάνουν το βάρος τους κατά 400 g, ενώ υπάρχει και αύξηση του όγκου του αίματος και του εξωκυτταρικού υγρού. Το υπόλοιπο βάρος οφείλεται στην αποθήκευση λίπους από την έγκυο.
Κατά την εγκυμοσύνη υπάρχει και κάποιο οίδημα στα κάτω και ενδεχομένως και στα άνω άκρα και το πρόσωπο, το οποίο εάν δεν συνοδεύεται από άλλα ευρήματα, όπως υπέρταση, λευκωματουρία, καρδιοπάθεια κλπ, είναι φυσιολογική εκδήλωση της κύησης. Κατά τη διάρκεια της κύησης τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος μειώνονται, ενώ αντιθέτως τα επίπεδα ινσουλίνης είναι πιο υψηλά. Eλαττώνονται ακόμη τα επίπεδα των λευκωμάτων και της λευκωματίνης από το πρώτο τρίμηνο της κύησης ενώ μετά διατηρούνται σταθερά, καθώς και το ουρικό οξύ και τα περισσότερα αμινοξέα. Ελλάτωση παρουσιάζεται και στην ουρία του αίματος και την κρεατινίνη ορού, καθώς και το φυλλικό οξύ, τη βιταμίνη Β12 και τη βιταμίνη Β6.
Μεταβολές του αιμοποιητικού συστήματος
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρατηρείται μία αύξηση του ολικού όγκου του αίματος, η οποία κυμαίνεται μεταξύ 48-52%, δηλαδή περίπου 1.500 με 2.000 cm3 Η αύξηση αυτή οφείλεται στην αύξηση του πλάσματος και των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Εξαιτίας της γρήγορης αύξησης του πλάσματος σε αντίθεση με την βραδεία αύξηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων παρατηρείται μία μείωση του αιματοκρίτη κατά 10% περίπου, μέχρι το τέλος του β΄τριμήνου. Η γλοιότητα του αίματος μειώνεται με αποτέλεσμα την ελάττωση της δύναμης, που απαιτείται από την καρδιά για την μετακίνηση του αίματος. Σημειωτεόν ότι παρουσιάζεται βαθμιαία αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων από το δεύτερο μήνα της κύησης, τα οποία φθάνουν στο μέγιστο σημείο κατά την 30η εβδομάδα. Η ταχύτητα καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων αυξάνεται κατά τη διάρκεια της κύησης για αυτό και πρέπει να υπάρχει προσεκτική αξιολόγησή της.
Στην κύηση επηρεάζεται ο μεταβολισμός του σιδήρου. Η σημασία του μεταβολισμού για την έγκυο φαίνεται από την αυξημένη συχνότητα της σιδηροπενίας. Η ποσότητα του σιδήρου που απορροφάται εξαρτάται από τις ανάγκες του οργανισμού. Η απορρόφηση του σιδήρου γίνεται από το ανώτερο τμήμα του λεπτού εντέρου και ενώνεται στην κυκλοφορία με μία β1 σφαιρίνη, προκειμένου να μεταφερθεί στα όργανα χρήσης και αποθήκευσής του. Από τις τροφές απορροφάται μόνο το 10% του προσλαμβανόμενου σιδήρου. Τροφές πλούσιες σε σιδηρο είναι το κρέας, το ήπαρ, ο κρόκος του αυγού, τα πράσινα λαχανικά και τα σιτηρά. Κάθε κύηση επιβαρύνει τον οργανισμό με 800 mg, ενώ οι ημερήσιες ανάγκες ανέρχονται περίπου στα 3mg. Από τις απαιτήσεις αυτές τα 500mg προορίζονται για την αιμοσφαιρίνη της μητέρας και τις συνηθισμένες απώλειας, ενώ τα 300 mg για την αιμοσφαιρίνη του εμβύου. Το έμβρυο θα λάβει οπωσδήποτε το σίδηρο που χρειάζεται, ενεργητικά από τον πλακούντα, ακόμα και εάν η μητέρα έχει έλλειμμα σε σίδηρο.
Το φυλλικό οξύ, το οποίο απορροφάται κυρίως από το ανώτερο τμήμα του λετπού εντέρου, είναι μία υδατοδιαλυτή βιταμίνη, που βρίσκεται σε δημητριακά, πράσινα λαχανικά, γιαούρτι, ξηρούς καρπους κλπ. Οι ημερήσιες ανάγκες αυξάνονται κατά τη διάρκεια της κύησης και συνιστάται η χορήγηση φυλλικού οξέος ημερησίως, σε δόση 1mg. Η ανεπάρκεια του φυλλικού οξέος θεωρείται ότι έχει σχέση με αύξηση του ποσοστού πρόωρης αποκόλλησης του πλακούντα και των πρόωρων τοκετών.
Μεταβολές του πεπτικού συστήματος
Το γαστρεντερικό σύστημα επηρεάζεται πολύ κατά την κύηση. Εμφανίζονται ναυτίες, δυσκοιλιότητα, ενώ εμφανίζεται μεταβολή στην προτίμηση των φαγητών, αύξηση της όρεξης, βουλιμία και απέχθεια προς ορισμένα φαγητά. Το pΗ του στόματος παρουσίαζει πολλές αυξομειώσεις και μεταβολές οι οποίες μπορει΄να προκαλέσουν τερηδόνα ή άλλες περιοοδοντικές νόσους. Η έντονη σιαλόρροια που παρουσίαζεται ενδεχομένως να οφείλεται στην ανικανότητα κατάποσης του σιάλου από την έγκυο. Συχνά παρουσιάζονται όξινες ερυγές οι οποίες οφείλονται στην παλινδρόμηση του γαστρικού περιεχόμενου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της κύησης μειώνεται η έκκριση γαστρικού υγρού και ελαττώνεται και η οξύτητά του και έτσι μειώνεται η πιθανότητα πρόκλησης έλκους, ενώ είναι δυνατή και η επούλωσή του, καθώς αυξάνεται η έκκριση της γαστρικής βλέννας. Η κινητικότητα του στομάχου ελαττώνεται και ο χρόνος κένωσής του αυξάνεται, γεγονός που ενδεχομένως παρέχει μία εξήγηση για τη δυσπεψία και ναυτία, που παρουσιάζεται κατά την κύηση. Η κινητικότητα του λεπτού εντέρου μειώνεται, με συνέπεια την αυξημένη ικανότητά του για απορρόφηση των θρεπτικών ουσιών και βιταμινών. Επίσης και το παχύ έντερο έχει μειωμένη κινητικότητα, με αποτέλεσμα την αυξημένη απορρόφηση ύδατος και την εμφάνιση δυσκοιλιότητας. Το ήπαρ παρουσιάζει μικρές μεταβολές που αφορούν στο μέγεθος των ηπατικών κυττάρων και στην αύξηση της άθροισης λίπους και γλυκογόνου. Η αυξημένη συχνότητα κνησμού κατά την κύηση οφείλεται στην άυξηση της χολερυθρίνης του ορού. Η χοληδόχος κύστη είναι άτονη και η κένωσή της επιμηκύνεται.
Μεταβολές του κυκλοφορικού συστήματος
Κατά τη διάρκεια της κύησης ο κατά λεπτό όγκος αίματος αυξάνεται, εξαίτίας της άυξησης της καρδιακής συχνότητας και του καρδιακού παλμού. Η συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση μειώνονται ενώ αντίθετα η φλεβική πίεση των κάτω άκρων, των κοιλιακών φλεβών και της κάτω κοίλης φλέβας αυξάνεται. Ορισμένες φορές μάλιστα εμφανίζεται και το σύνδρομο υπότασης από πίεση της κάτω κοίλης φλέβας, κατά το οποίο ορισμένες έγκυες που βρίσκονται σε ήπτια θέση λιποθυμούν, γιατί η μήτρα πιέζει την κάτω κοίλη φλέβα και ελαττώνεται ο κατά λεπτό όγκος του αίματος. Οι επιμέρους αιμοδυναμικές επιβαρύνσεις, που παρουσιάζονται κατά την κύησης είναι η αύξηση του όγκου του πλάσματος και του όγκου του παλμού, η αύξηση της μάζας των ερυθρών αιμοσφαιρίων, η αύξηση της αιμάτωσης της μήτρας κατά ποσοστό 1.000% και η αύξηση του καρδικού ρυθμού κατά 10-15 παλμούς το λεπτό.
Μεταβολές του αναπνευστικού συστήματος
Κατά τη διάρκεια της κύησης παρουσιάζονται μεταβολές της αναπνευστικής λειτουργίας οι οποίες οφείλονται τόσο σε μεταβολές του σχήματος της θωρακικής κοιλότητας και των αναπνευστικών μυών, όσο και στην επίδραση μερικών ορμονών, που μεταβάλονται. Η αύξηση της μήτρας έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο κατά 4cm περίπου του διαφράγματος, χωρίς να επηρεάζεται η λειτουργία του. Επίσης παρουσιάζεται αύξηση της διαμέτρου του θώρακα, καθώς και της πλευρικής γωνίας. Από τις ορμόνες, η προγεστερόνη, η οποία αυξάνει σταδιακά κατά τη διάρκεια της κύησης, έχει τη μεγαλύτερη σημασία και προκαλεί την πιο μεγάλη επίδραση.
Κατά τη διάρκεια της κύησης αυξάνεται η κατανάλωση οξυγόνου, η οποία αύξηση βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με την αύξηση της ικανότητας το αίματος να μεταφέρει το οξυγόνο αυτό. Επιπλέον παρουσιάζονται και άλλες μεταβολές στην αναπνευστική λειτουργία, όπως η σημαντική μείωση των βρογχικών αντιστάσεων, η ελάττωση του υπολειπόμενου όγκου αέρα και της λειτουργικής υπολειπόμενης χωρητικότητας, ενώ αυξάνεται ο αερισμός ανά λεπτό, με ταυτόχρονη αύξηση του αναπνεόμενου όγκου, αλλά η συχνότητα της αναπνοής δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη μεταβολή. Επίσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι δυνατό να παρουσιαστεί, εξαιτίας των οιστρογόνων, μία υπεραιμία των βλεννογόνων των ανώτερων αναπνευστικών οδών, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει δυσχέρεια της ρινικής αναπνοής και αύξηση της εμφάνισης ριννορραγιών.
Μεταβολές ουροποιητικού συστήματος
Η κυριότερη μεταβολή του ουροποιητικού συστήματος, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι η διάταση και υποκινητικότητα της νεφρικής πυέλου και των ουρητήρων. Η διάταση αυτή είναι πιο έντονη δεξιά.
Διαβάστε επίσης
- Αν σκέφτεστε να μείνετε έγκυος…
- Οι πόνοι της περιόδου
- Γιατί η οστεοπόρωση προτιμά τις γυναίκες;
- Τερηδόνα και ουλίτιδα της κύησης
- Εγκυμοσύνη και ερυθρά
Σπούδασα στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας. Ειδικεύτηκα στην Παθολογία στο Νοσοκομείο “Ο Ευαγγελισμός”. Για περισσότερο από 15 χρόνια ασχολούμαι ενεργά με την Πληροφορική και ειδικότερα με τις εφαρμογές Internet. Έχω ιδρύσει την Εταιρία MediSign (ανάπτυξη web εφαρμογών για το χώρο της Υγείας). Το Care είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της.