Η φυσιολογία της παχυσαρκίας

Η φυσιολογία της παχυσαρκίαςΕίναι πια κοινή πεποίθηση ότι η παχυσαρκία αποτελεί πρόβλημα για το άτομο, το στενό επαγγελματικό και ειδικότερα το προσωπικό περιβάλλον του, καθώς και ολόκληρη τη οικογένειά του, ακόμα και για την κοινωνική, την ιατροφαρμακευτική και τη νοσηλευτική πολιτική της πολιτείας. Και αυτό το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την εμφάνιση και την υγεία του παχύσαρκου, αλλά προσλαμβάνει διαστάσεις, μεγαλώνει σαν χιονοστιβάδα, επεκτείνεται και διακλαδίζεται σε χίλια δυο άλλα προβλήματα, και δηλητηριάζει την κοινωνική, την επαγγελματική και τη συναισθηματική ζωή, καθώς και τη ψυχολογία του παχύσαρκου και των δικών του. Ενώ όμως το πρόβλημα αντιμετωπίζεται από πάρα πολλές πλευρές, με πλήθος μέσα και μεθόδους, τα αποτελέσματα, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορούν παρά να χαρακτηρίζονται από αρνητικά ως μέτρια ή και ως πενιχρά.

Πράγματι, το πρόβλημα, όσο απλό και αν φαίνεται, στην πραγματικότητα είναι πολύπλοκο, και το σημαντικότερο είναι ότι ακόμα δεν ξέρουμε σε τι ακριβώς συνίσταται! Και επειδή τα αίτια της παχυσαρκίας δεν είναι ακόμα επακριβώς γνωστά, φυσικό είναι και οι γνώσεις μας να είναι ελλιπείς όσον αφορά τους τρόπους που θα μπορούσαμε να την αποφύγουμε, είτε ακόμα και τους τρόπους που μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε.

Αλλά τι είναι επί τέλους αυτή η παχυσαρκία;

Η απάντηση είναι φαινομενικά απλή και είναι η ακόλουθη: η κατάσταση κατά την οποία το λίπος του σώματος είναι περισσότερο από το κανονικό.

Το θέμα όμως περιπλέκεται όταν προσπαθήσουμε να καθορίσουμε ποιο είναι το φυσιολογικό ποσοστό του λίπους που πρέπει να περιέχεται στο σώμα του ανθρώπου, δηλαδή να καθορίσουμε ένα μέτρο σαν πρότυπο για να κρίνουμε αν το κάθε συγκεκριμένο άτομο είναι παχύσαρκο είτε όχι.

Τελικά, αυτό το πρότυπο καθορίζεται σήμερα , στις περισσότερες περιπτώσεις, ως το σωματικό βάρος, σε συνάρτηση με το φύλο και το ύψος του σώματος, που συσχετίζεται με τη μεγαλύτερη μακροβιότητα. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από στατιστικές που γίνονται από μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες βέβαια και ενδιαφέρονται να έχουν ασφαλή κριτήρια για το προσδόκιμο επιβίωσης των πελατών τους.

Μολονότι η ακριβής συμβολή της παχυσαρκίας στη νοσηρότητα και στον περιορισμό της διάρκειας της ζωής του ατόμου αποτελούν θέματα για τη διευκρίνιση των οποίων απαιτούνται ακόμα πολλές μελέτες, δεν υπάρχει σήμερα για την επιστήμη καμιά αμφιβολία αναφορικά με τη συμβολή αυτής της κατάστασης στον περιορισμό της διάρκειας της ζωής, ιδιαίτερα όταν αυτή συνοδεύεται, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, από υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, υψηλή αρτηριακή πίεση, ή σακχαρώδη διαβήτη.

Παρά το γεγονός ότι η κακή υγεία δεν αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της παχυσαρκίας, η περίσσεια του λίπους στο ανθρώπινο σώμα αποτελεί συνήθως σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την υγεία.

ΤΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ

Γιατί γίνεται κανείς παχύσαρκος;

Μια πρώτη απλή, αληθοφανής απάντηση, είναι ότι αυτό το άτομο τρώει πολύ, είναι λαίμαργο, δεν χορταίνει με τίποτε, κλπ.

Μια άλλη, περισσότερο “επιστημονική” εξήγηση είναι ότι αυτό το άτομο προσλαμβάνει με την τροφή του περισσότερες θερμίδες (kcal) από αυτές που καταναλίσκει, με αποτέλεσμα το περίσσευμα να αποθηκεύεται στο σώμα με τη μορφή του λίπους.

Δηλαδή, πρόκειται μάλλον για πρόβλημα λογιστικό, με την έννοια ότι τα έσοδα (με τη μορφή των θερμίδων που προσλαμβάνονται με την τροφή) είναι περισσότερα από τα έξοδα (θερμίδες που καταναλίσκονται για τη διατήρηση της ζωής, για την εκτέλεση μηχανικού έργου, και γενικότερα σωματικής δραστηριότητας, κλπ.), οπότε ο ισολογισμός ενέργειας σε αυτό το άτομο, αντί να βρίσκεται σε θέση ισοζυγίου, είναι θετικός.

Είναι φανερό ότι για όσο καιρό διατηρείται αυτή η κατάσταση, δηλαδή ο θετικός ισολογισμός της ενέργειας, το άτομο συσσωρεύει στο σώμα του λίπος, σε αντιστοιχία ενός περίπου κιλού λίπους για κάθε 9000 θερμίδες (Kcal), που του περισσεύουν.

Και εδώ πια το πρόβλημα αρχίζει να περιπλέκεται γιατί οι θερμίδες (kcal) μπορεί να περισσεύουν με δυο ξεχωριστούς μηχανισμούς: ο ένας είναι η πρόσληψη να είναι πραγματικά μεγάλη για το συγκεκριμένο άτομο, και ο άλλος είναι η κατανάλωση να είναι μικρότερη από τη συνήθη (για παράδειγμα, μειωμένη κινητικότητα, απουσία σωματικής άσκησης, μειωμένος βασικός μεταβολισμός).

Οποιοδήποτε από αυτά τα δυο και αν συμβαίνει (στις περισσότερες περιπτώσεις οι δυο αυτές καταστάσεις συνυπάρχουν), δημιουργείται μια κατάσταση που δεν είναι καθόλου εύκολο να αντιμετωπισθεί.

Πράγματι, η πρόσληψη των θερμίδων, ή αν θέλετε, το πόσο φαϊ τρώμε, εξαρτάται και καθορίζεται από το αίσθημα της πείνας, και το αίσθημα του κορεσμού. Το πρώτο είναι ένα αρχέγονο αίσθημα που εμφανίζεται με τη λειτουργία ενός νευρικού κέντρου που εντοπίζεται στον υποθάλαμο του εγκεφάλου, κατά την επίδραση ερεθισμάτων που ακόμα δεν είναι επακριβώς γνωστά και ξεκάθαρα.

Φαίνεται όμως ότι αυτά έχουν σχέση με ορισμένες χημικές μεταβολές που προκαλούνται στο αίμα όταν υπάρχει η ανάγκη για την πρόσληψη τροφής, αλλά και από το βαθμό πληρότητας του γαστρεντερικού σωλήνα (και ιδιαίτερα του στομάχου), καθώς και από πλήθος άλλων παραγόντων που μπορούν να ποικίλλουν από άτομο σε άτομο, αλλά και στο ίδιο άτομο ανάλογα με την ψυχολογική του κατάσταση και άλλες συνθήκες του περιβάλλοντος.

Το αίσθημα του κορεσμού είναι επίσης ένα αρχέγονο αίσθημα, και συνίσταται στην αίσθηση ότι έχουμε χορτάσει και δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να τρώμε. Αυτό το αίσθημα, όπως και εκείνο της πείνας, εμφανίζεται με τη λειτουργία ενός άλλου νευρικού κέντρου, που και αυτό εντοπίζεται στον υποθάλαμο του εγκεφάλου.

Τα ερεθίσματα που το διεγείρουν έχουν και σ’ αυτή την περίπτωση σχέση με ορισμένες χημικές μεταβολές στο αίμα, οι οποίες προφανώς θα πρέπει να είναι αντίθετες από εκείνες που διεγείρουν το κέντρο της πείνας.

Πέρα όμως από όλα αυτά, η λειτουργία των νευρικών αυτών κέντρων, ή καλύτερα η ισορροπία που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στη λειτουργία των δυο αυτών κέντρων, επηρεάζεται και ρυθμίζεται ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του ατόμου, που και αυτή καθορίζεται κατά τρόπο μάλλον ανελαστικό, από το κληρονομικό γενετικό υλικό, τα γονίδια, που το κάθε άτομο φέρει μέσα στα χρωμόσωμά του, δηλαδή από το DNA του (γενώμη).

Η κατανάλωση (ή καλύτερα η χρησιμοποίηση) ενέργειας είναι συνεχής στον οργανισμό, με ρυθμό όμως που ποικίλλει από στιγμή σε στιγμή, ανάλογα με την κατάσταση ηρεμίας ή της σωματικής και πνευματικής δραστηριότητας του ατόμου, αλλά και ανάλογα με πλήθος άλλων παραμέτρων, όπως είναι η ηλικία, το φύλο, το βάρος και το ύψος του σώματος, το είδος και το ποσό της τροφής, η ενδυμασία, η θερμοκρασία και διάφορες άλλες παράμετροι του περιβάλλοντος, κλπ.

Εξάλλου, βασικός και εδώ παράγων είναι και πάλι η ιδιοσυστασία του ατόμου, γιατί από αυτήν εξαρτάται, κατά κύριο λόγο, ο τρόπος με τον οποίο το άτομο αντιδρά προς τους διάφορους εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες που επηρεάζουν, σε μεγαλύτερο είτε μικρότερο βαθμό, τον ρυθμό της χρησιμοποίησης της ενέργειας από τον οργανισμό.

Λοιπόν, από την μια μεριά έχουμε τα «έσοδα ενέργειας,» και από την άλλη μεριά έχουμε τα «έξοδα ενέργειας.»

Τα έσοδα δεν είναι τίποτε άλλο από το ποσό τα ενέργειας που υπάρχει μέσα στην τροφή μας, και που εκφράζεται σε θερμίδες (kcal).

Τα έξοδα είναι η ενέργεια η οποία μετατρέπεται (ξοδεύεται) στο σώμα μας για την επιτέλεση των διεργασιών που χρειάζονται για όλες τις λειτουργίες του σώματος. Τελικά, όλη αυτή η ενέργεια καταλήγει:

(1) σε θερμότητα που αποβάλλεται προς το περιβάλλον, και

(2) σε εξωτερικό μηχανικό έργο.

Και στις δυο αυτές περιπτώσεις, και αυτή η ενέργεια μπορεί και πάλι να εκφράζεται σε θερμίδες (kcal).

Ο ισολογισμός της ενέργειας

Η σύγκριση των εσόδων προς έξοδα ενέργειας χαρακτηρίζεται σαν ισολογισμός ενέργειας, είναι δε φανερό ότι από αυτή τη σύγκριση μπορεί να προκύπτουν τρεις διαφορετικές καταστάσεις:

(1) έσοδα περισσότερα από τα έξοδα, δηλαδή θετικός ισολογισμός ενέργειας.

(2) έσοδα λιγότερα από τα έξοδα, δηλαδή αρνητικός ισολογισμός ενέργειας.

(3) έσοδα ακριβώς ίσα προς τα έξοδα, δηλαδή ισοζύγιο ενέργειας.

Στην περίπτωση του θετικού ισολογισμού ενέργειας, το άτομο γίνεται παχύσαρκο, και το σωματικό του βάρος εξακολουθεί να αυξάνεται για όσο χρονικό διάστημα ο ισολογισμός της ενέργειας εξακολουθεί να διατηρείται θετικός.

Στην περίπτωση του αρνητικού ισολογισμού ενέργειας, το άτομο χάνει σωματικό βάρος, και εξακολουθεί να χάνει βάρος για όσο χρονικό διάστημα ο ισολογισμός της ενέργειας εξακολουθεί να διατηρείται αρνητικός.

Στη τρίτη περίπτωση, δηλαδή σε κατάσταση ισοζυγίου ενέργειας, το σωματικό βάρος του ατόμου διατηρείται σταθερό, ανεξάρτητα από τις απόλυτες διακυμάνσεις των εσόδων και των εξόδων ενέργειας.

Εδώ απαιτείται μια ουσιαστική διευκρίνιση: Σε αυτή την κατάσταση δεν βρίσκονται μόνο τα άτομα με το κανονικό, φυσιολογικό σωματικό βάρος, αλλά και όλα τα παχύσαρκα (αλλά και λιπόσαρκα), άτομα που έπαψαν πια να κερδίζουν (ή ενδεχόμενα και να χάνουν) σωματικό βάρος. Με άλλα λόγια, η κατάσταση ισοζυγίου ενέργειας δεν συσχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με το φυσιολογικό σωματικό βάρος, αλλά με οποιοδήποτε σωματικό βάρος, εφόσον αυτό διατηρείται σταθερό! Με άλλα λόγια, ο παχύσαρκος, εφόσον το σωματικό του βάρος δεν συνεχίζει να αυξάνεται, βρίσκεται σε κατάσταση ισοζυγίου ενέργειας.

Υστερα από τα παραπάνω, μπορούμε νομίζω να μιλήσουμε αναλυτικότερα για τα έσοδα – έξοδα ενέργειας του οργανισμού, αρχίζοντας από τα έξοδα ενέργειας, δηλαδή με τη χημική ενέργεια που μετατρέπεται στο σώμα σε διάφορες άλλες μορφές, και που τελικά καταλήγει να αποβάλλεται από το σώμα με τη μορφή της θερμότητας, είτε και να εκδηλώνεται ως εξωτερικό μηχανικό έργο.

Ο βασικός μεταβολισμός

Εάν βρισκόμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μας, σε σχετική ακινησία, τουλάχιστο από μισή ώρα, σε θερμοκρασία δωματίου αδιάφορη, δηλαδή τέτοια που να μη κρυώνουμε ούτε και να ζεσταινόμαστε, (οπότε δεν απαιτείται από τον οργανισμό να καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να διατηρήσει τη θερμοκρασία του σώματος στο φυσιολογικό της επίπεδο), νηστικοί από 12 ώρες τουλάχιστο, και σε κατάσταση ψυχικής ηρεμίας, ο ρυθμός της μετατροπής της ενέργειας στο σώμα, δηλαδή το έξοδο ενέργειας, είναι το ελάχιστο δυνατό.

Αυτός ο ρυθμός της μετατροπής της ενέργειας στο σώμα χαρακτηρίζεται ως βασικός μεταβολισμός.

Αυτή η ενέργεια χρησιμοποιείται από όλα τα κύτταρα του σώματος για την επιτέλεση των ποικίλων βασικών λειτουργιών τους για τη διατήρησή τους στη ζωή. Επί πλέον, διάφορα ειδικά όργανα του σώματος χρησιμοποιούν συνεχώς, ενέργεια για την επιτέλεση ειδικών λειτουργιών που αφορούν τη λειτουργία ολοκλήρου του οργανισμού.

Αυτά είναι η καρδία, η οποία λειτουργεί συνεχώς για την πραγματοποίηση της κυκλοφορίας του αίματος, οι αναπνευστικοί μύες οι οποίοι επιτελούν τις αναπνευστικές κινήσεις, το ήπαρ για την επιτέλεση διαφόρων χημικών αντιδράσεων σύνθεσης είτε τροποποίησης πολλών ουσιών, οι νεφροί για την απαλλαγή του αίματος από τις διάφορες άχρηστες και επιβλαβείς ουσίες, και ο εγκέφαλος ο οποίος συνεχώς λειτουργεί για τη ρύθμιση και τον συντονισμό των λειτουργιών όλων των άλλων οργάνων. Αλλά και οι μύες, και όταν ακόμα δεν χρησιμοποιούνται για την επιτέλεση οιασδήποτε κίνησης, για τη διατήρηση του μυϊκού τόνου.

Το μέγεθος της βασικής αυτής κατανάλωσης ενέργειας, το βασικό έξοδο ενέργειας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, οι βασικότεςροι από τους οποίους είναι οι ακόλουθοι:

– Το βάρος του σώματος

– Το φύλο (άντρας ή γυναίκα)

– Η ηλικία

– Πολλοί ορμονικοί παράγοντες.

– Παθολογικές καταστάσεις.

Μεγάλη σημασία έχει εδώ το βάρος του σώματος, και γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε σ’ αυτό τον παράγοντα κάποια ιδιαίτερη προσοχή. Πράγματι, θα περίμενε κανένας ότι ο μεταβολισμός του ατόμου θα είναι κατ’ ευθείαν ανάλογος με το σωματικό του βάρος, δηλαδή άτομο, ας πούμε με σωματικό βάρος 100 kg, θα έχει έξοδο ενέργειας διπλάσιο από άτομο με σωματικό βάρος 50 μόνο kg. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι έτσι.

Βέβαια, το άτομο με το μεγαλύτερο σωματικό βάρος ξοδεύει οπωσδήποτε περισσότερη ενέργεια από το ελαφρύτερο άτομο για τις μεταβολικές του ανάγκες, αλλά όχι ευθέως ανάλογα περισσότερη. Για παράδειγμα, σε άνδρα με σωματικό βάρος 50 kg,, ηλικίας 25 ετών, ο βασικός μεταβολισμός βρέθηκε να είναι 59 kcal/ώρα, δηλαδή 1,18 kcal/kg σωματικού βάρους / ώρα, ενώ σε άλλον άνδρα, επίσης 25 ετών, με σωματικό βάρος 80 kg , ο βασικός μεταβολισμός βρέθηκε να είναι 74 kcal / ώρα, δηλαδή 0,93 kcal / kg σωματικού βάρους / ώρα.

Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο παχαίνουμε, τόσο το έξοδο της ενέργειας ανά kg σωματικού βάρους γίνεται μικρότερο, και κατά συνέπεια τόσο δυσκολότερο είναι να αναστρέψουμε αυτή την κατάσταση, δηλαδή τόσο δυσκολότερο είναι να αρχίσουμε να χάνουμε βάρος.

Επίσης αυτό σημαίνει ότι, όταν αρχίσουμε να παχαίνουμε, το κάθε επιπρόσθετο kg προστίθεται ευκολότερα από το προηγούμενο!

Επισημαίνουμε επίσης ότι ο βασικός μεταβολισμός στη γυναίκα είναι μικρότερος σε σύγκριση με τον άνδρα όταν υπολογίζεται σε kcal/ kg σωματικού βάρους / ώρα.

Η ηλικία διαδραματίζει επίσης βασικό ρόλο όσον αφορά το μέγεθος του βασικού μεταβολισμού του ατόμου. Πράγματι, το βασικό αυτό έξοδο ενέργειας ελαττώνεται με την πρόοδο της ηλικίας κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες περίπου ανά δεκαετία της ζωής μετά την ηλικία των 20 περίπου ετών. Αυτή η προοδευτική κάμψη του βασικού μεταβολισμού με την πρόοδο της ηλικίας θεωρείται από πολλούς ως η βασική αιτία του γεροντόπαχου, γιατί δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν τη θετικοποίηση του ισολογισμού της ενέργειας.

Πολλές ορμόνες επιδρούν, κατά σημαντικό τρόπο, στο μέγεθος του βασικού μεταβολισμού. Από αυτές, οι σημαντικότερες είναι οι ορμόνες του θυρεοειδή αδένα, που, ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή τη μικρότερη έκκρισή τους μπορούν να διπλασιάσουν είτε και να υποδιπλασιάσουν αντίστοιχα το βασικό μεταβολισμό του ατόμου.

’λλοι ορμονικοί παράγοντες που διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση του μεγέθους του βασικού μεταβολισμού του ατόμου είναι οι γεννητικές ορμόνες, η αυξητική ορμόνη της υπόφυσης, καθώς και οι ορμόνες της φλοιώδους μοίρας των επινεφριδίων, δηλαδή η αδρεναλίνη και η αρτερενόλη.

Σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις ο βασικός μεταβολισμός μπορεί να μεταβάλλεται, κατά κύριο λόγο, εξαιτίας της εκτροπής της έκκρισης (αύξηση είτε ελάττωση), και της λειτουργίας διαφόρων ορμονικών παραγόντων.

Από τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το βασικό έξοδο ενέργειας, με τη μορφή του βασικού μεταβολισμού, αποτελεί πάγιο έξοδο ενέργειας, τυποποιημένο για τον καθένα μας, με βάση τις επιταγές της γενώμης μας, δηλαδή των γονιδίων που έχουν διαμορφώσει την ανατομική και την ιστολογική δομή του σώματός μας και ελέγχουν, με απίστευτη λεπτομέρεια τη λειτουργία του.

Διαβάστε επίσης