Ενίσχυση των θετικών αποτελεσμάτων στη θεραπεία κατά της σκλήρυνσης κατά πλάκας, δείχνουν οι τελευταίες κλινικές μελέτες. Οι ερευνητές επιβεβαιώνουν με εντυπωσιακό τρόπο το γεγονός ότι μπορούν να περιορίσουν σημαντικά τον κίνδυνο εκδήλωσης υποτροπών, σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα μορφή της νόσου. Αυτό επιτυγχάνεται χάρη στη δυνατότητα που έχουν να χορηγούν τη μέγιστη δυνατή ποσότητα θεραπευτικής αγωγής. Η αισιόδοξη αυτή ανακοίνωση έγινε κατά τη διάρκεια της φετινής Ετήσιας Διεθνούς Συνάντησης των Κέντρων Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας, που πραγματοποιήθηκε στο Σαν Ντιέγκο και στην οποία ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα μεγάλης κλινικής μελέτης (EVIDENCE) που πραγματοποιήθηκε σε 677 ασθενείς με υποτροπιάζουσα μορφή της νόσου. Την παρουσίαση των αποτελεσμάτων έκανε ο καθηγητής Hillel Panitch, MD, ιατρικός κλινικός ερευνητής του Vermont College.
Οι επιστήμονες συνέκριναν δύο παρεμφερείς μορφές ιντερφερόνης.
Την ιντερφερόνη βήτα
– 1α, η οποία χορηγείται τρεις φορές την εβδομάδα υποδόρια και την
ιντερφερόνη βήτα
– 1α, η οποία χορηγείται μία φορά την εβδομάδα ενδομυϊκά.
Από τα ευρήματα της μελέτης προέκυψε ότι η χορήγηση αυξημένης
δοσολογίας της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας (τρεις φορές την
εβδομάδα), οδήγησε σε μείωση της συχνότητας των υποτροπών της
νόσου, αλλά και σε καλύτερη κλινική εικόνα των ασθενών. Τα
αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώθηκαν σε τρεις διαφορετικές φάσεις της
μελέτης, δηλαδή στις 24, στις 48 και στις 63 εβδομάδες.
Συγκεκριμένα, από το σύνολο των ασθενών που συμμετείχαν στη μελέτη,
οι 339 λάμβαναν την αυξημένη δοσολογία της ιντερφερόνης βήτα – 1α,
δηλαδή 44 mcg υποδόρια τρεις φορές την εβδομάδα και οι υπόλοιποι
338 την μικρότερη δοσολογία, δηλαδή 30 mcg ενδομυϊκά μία φορά την
εβδομάδα.
Μετά από 63 εβδομάδες μελέτης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στην
πρώτη ομάδα, δηλαδή στους ασθενείς οι οποίοι έλαβαν αυξημένη
δοσολογία, το 56% δεν εμφάνισαν υποτροπές, ενώ το αντίστοιχο
ποσοστό ήταν χαμηλότερο (48%) στην ομάδα των ασθενών με τη
χαμηλότερη δοσολογία.
Ο μέσος χρόνος μέχρι την εμφάνιση της πρώτης υποτροπής ήταν 13,7
μήνες για την ομάδα των ασθενών στους οποίους χορηγούνταν η
μεγαλύτερη δοσολογία και αισθητά μικρότερος (6,8 μήνες) στην άλλη
ομάδα.
Ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι δεν παρατηρήθηκαν νέες
ανεπιθύμητες ενέργειες, κατά τη διάρκεια αυτής της μελέτης.
Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι στο τέλος της μελέτης EVIDENCE – στις
63 εβδομάδες δηλαδή – ασθενείς υπό θεραπεία με 30 mcg ενδομυϊκά μία
φορά την εβδομάδα έδωσαν τη συγκατάθεσή τους να περάσουν σε
θεραπεία 44 mcg υποδόρια τρεις φορές την εβδομάδα και οι οποίοι
παρακολουθήθηκαν για τη χρονική περίοδο των 31 εβδομάδων. Οι
ασθενείς αυτοί εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές μειώσεις στη
δραστηριότητα της νόσου κατά τη «μετά-την-αλλαγή» περίοδο, όπου
παρουσίασαν 50% σχετική μείωση στις υποτροπές σε σχέση με τους
προηγούμενους 6 μήνες. Τα αποτελέσματα αυτά είναι συγκρίσιμα με
εκείνα των ασθενών που έπαιρναν 44 mcg υποδόρια τρεις φορές την
εβδομάδα από την έναρξη της μελέτης. Τα συμπληρωματικά αυτά
σημαντικότατα στοιχεία παρουσίασε κατά τη διάρκεια της ετήσιας
συνάντησης της Ευρωπαϊκής Νευρολογικής Εταιρίας, που
πραγματοποιήθηκε στις 18 Ιουνίου στην Κωνσταντινούπολη, ο Dr.
Mohammad K. Sharief, κλινικός ερευνητής του Νοσοκομείου Guys στο
Λονδίνο.
Οι διαπιστώσεις αυτές οδήγησαν τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων
και Φαρμάκων (FDA) στο να αναθεωρήσει το φύλλο οδηγιών του
σκευάσματος Rebif, το οποίο περιέχει την ιντερφερόνη βήτα
– 1α που χορηγείται τρεις φορές την εβδομάδα. Από τα τέλη Μαίου,
στο νέο φύλλο οδηγιών αναφέρεται ότι οι ασθενείς που βρίσκονται υπό
θεραπευτική αγωγή με το συγκεκριμένο σκεύασμα, έχουν περισσότερες
πιθανότητες να παραμείνουν ελεύθεροι υποτροπών έναντι αυτών που
ακολουθούν αγωγή με ιντερφερόνη η
βήτα – 1α, η οποία χορηγείται ενδομυϊκά μία φορά την εβδομάδα.
Η ιντερφερόνη βήτα
– 1α είναι ένα ανοσοτροποποιητικό σκεύασμα, το οποίο
χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της υποτροπιάζουσας μορφής της
σκλήρυνσης κατά πλάκας. Πρόκειται για μία ουσία πανομοιότυπη με τη
φυσιολογική πρωτείνη ιντερφερόνη βήτα,
που βρίσκεται στον ανθρώπινο οργανισμό.
Τέλος, οι επιστήμονες χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός
ότι η ιντερφερόνη της
πρώτης ομάδας μπορεί να φυλάσσεται σε θερμοκρασία
δωματίου για διάστημα 30 ημερών, αρκεί να παραμένει μακριά από τη
ζέστη και το φως. Πρόκειται για μία κρίσιμη παράμετρο στην
συμμόρφωση προς την αγωγή, δεδομένου ότι ο ασθενής μπορεί να
παίρνει το φάρμακό του στη δουλειά ή τις διακοπές.
Η νόσος
Η σκλήρυνση
κατά πλάκας ταλαιπωρεί περισσότερους από 5.000 Έλληνες και
κυρίως γυναίκες στις ηλικίες 20 – 30 ετών. Περίπου το 10% των
ασθενών καταλήγουν στο καροτσάκι, δέκα χρόνια μετά την έναρξη της
νόσου, ενώ το 70% έχει πολλές ή λιγότερες δυσκολίες.
Είναι μία χρόνια, φλεγμονώδης νόσος του κεντρικού νευρικού
συστήματος και θεωρείται η πιο συχνή, μη τραυματική, νευρολογική
ασθένεια των νέων ανθρώπων.
Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη εξερευνήσει απολύτως τα «μυστικά»
της και εκτιμούν ότι ενδέχεται να εκδηλώνεται εξαιτίας της
επίδρασης ενός εξωγενούς παράγοντα, ο οποίος μπορεί να είναι ιός,
σε άτομα που έχουν γενετική προδιάθεση.
Η σκλήρυνση
κατά πλάκας εκδηλώνεται με ποικίλα συμπτώματα, τα οποία μπορεί
να είναι θολή όραση, μούδιασμα ή αίσθημα φαγούρας ή γαργαλητού στα
άκρα, καθώς επίσης εκδήλωση αδυναμίας και απώλεια
αυτοσυγκέντρωσης.
Η σκλήρυνση
κατά πλάκας είναι μία χρόνια, προοδευτική νόσος του κεντρικού
νευρικού συστήματος, η οποία προκαλεί φυσική αναπηρία, Οι ασθενείς
έχουν την αίσθηση ότι χάνουν τον έλεγχο του σώματός τους, αν και οι
νοητικές τους λειτουργίες διατηρούνται ως ένα βαθμό.
Η νόσος εκδηλώνεται λόγω της «επίθεσης» του αμυντικού συστήματος
του ασθενούς στο κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο, το
νωτιαίο μυελό και τα αισθητήρια νεύρα.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το αμυντικό σύστημα αναγνωρίζει και
επιτίθεται μόνο σε ξένα σώματα, όπως μικρόβια, ιοί και καρκινικά
κύτταρα και δεν προσβάλλει τους φυσιολογικούς ιστούς του
οργανισμού.
Στη σκλήρυνση κατά πλάκας, ωστόσο, το αμυντικό σύστημα δεν μπορεί
να αναγνωρίσει τα ξένα και τα δικά του κύτταρα, με αποτέλεσμα να
επιτίθεται στο περίβλημα των νευρικών κυττάρων, στα οποία προκαλεί
ανεπανόρθωτες βλάβες.
Για περισσότερες πληροφορίες: Χρύσα Μπενοπούλου – DDB Health, τηλ.: 210 – 6856940.
Διαβάστε επίσης
Επιμέλεια σύνταξης ειδήσεων σχετικών με την Υγεία (Νέα από την Ελλάδα και τον Κόσμο) για το site Care.gr.