Η
εκτίμηση που αποδίδεται στην ιατρική επιστήμη από το κοινωνικό
σύνολο οφείλεται, κυρίως, στον θετικό της σκοπό, που είναι η
βοήθεια του πάσχοντος.Για την επίτευξη αυτής της δύσκολης αποστολής
δεν αρκεί μόνο η εμβάθυνση στα ήδη γνωστά και η επεξεργασία τους,
αλλά και η έρευνα των προβλημάτων που προκύπτουν, με το σκοπό να
κατανοηθεί η φύση των νόσων και να καθιερωθούν νέες θεραπευτικές
μέθοδοι. Αυτό κατορθώνεται με την διεύρυνση του πεδίου της έρευνας
πέρα από τα όρια της ιατρικής, και στους άλλους κλάδους της
επιστήμης, ώστε με τη διαρκή ανταλλαγή των απόψεων και των γνώσεων,
να φθάνουμε μέχρι την επίλυση νέων προβλημάτων που πάντοτε θα
αναφύονται.
Η ιστορία της ιατρικής αποδεικνύει πράγματι πως αυτό συνέβη δια
μέσου των αιώνων.
Αν επιχειρήσουμε και την αδρή έστω ανασκόπηση της εξέλιξης των
ιδεών για την αντίληψη των νόσων, διαπιστώνουμε ότι, αν
παραβλέψουμε την κατά καιρούς επίδραση των θεωρητικών επιστημών
στην ιατρική, κάθε πραγματική πρόοδος και εξέλιξη στην επιστήμη της
ιατρικής έχει την σφραγίδα των φυσικών επιστημών.
Ιστορική αναδρομή
Στην περίοδο της κλασσικής αρχαιότητας ο Εμπεδοκλής θεώρησε ‘το
ύδωρ, το πυρ, τον αέρα και την γην’ σαν βασικές ύλες από τις οποίες
αποτελείται η οργανική και η ανόργανη φύση.
Και ο άνθρωπος, το πιο οργανοποιημένο ον στη φύση, αποτελείται
επίσης από τις ίδιες βασικές ύλες.
Στα τέσσερα αυτά δυναμικά στοιχεία αντιστοιχούν οι τέσσερις
βασικές ιδιότητες: το υγρόν, το θερμόν, το ξηρόν και το ψυχρόν.
Ήδη από τον Ιπποκράτη και τη σχολή του, που ήταν επηρεασμένη από
τις θεωρίες των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, του Πυθαγόρα, του
Αλκμαίωνα και του Παρμενίδη εκφράστηκε η θεωρία των τεσσάρων χυμών
του οργανισμού. Η θεωρία αυτή διαμορφώνεται περισσότερο από τον
Γαληνό. Οι 4 χυμοί του ανθρώπινου σώματος παριστάνουν τις ιδιότητες
των τεσσάρων στοιχείων της φύσης. Έτσι το αίμα
είναι υγρό και θερμό όπως ο αέρας, η βλένη είναι υγρή και ψυχρή
όπως το ύδωρ, η κίτρινη χολή είναι ξηρά και θερμή όπως το πυρ, και
η μέλαινα χολή είναι ξηρά και ψυχρά όπως η γη.
Η ορθή μίξη και κατανομή των χυμών στο σώμα μας σημαίνει υγεία,
ευκρασία. Όταν όμως δεν συμβαίνει αυτό, όταν ένας των χυμών
υπερισχύει σε κάποιο τμήμα του οργανισμού, τότε συμβαίνει
λανθασμένη πρόσμιξη των χυμών και προκαλείται δυσκρασία. Η
δυσκρασία θεωρείται η αιτία της νόσου.
Ο Ιπποκράτης παραδεχόταν τέσσερις δυσκρασίες. Ο Γαληνός οκτώ
δυσκρασίες, επέκτεινε όμως τη θεωρία του παραδεχόμενος και ποιοτική
αλλοίωση και σήψη των χυμών, κυρίως του αίματος. Εκτός από αυτές, ο
Γαληνός παραδεχόταν επίσης και την αλλοίωση του πνεύματος. Ο τρόπος
αυτός της αντίληψης για τη γένεση των νόσων ήταν η πρώτη αμιγής
μορφή της χυμοπαθολογίας, κατά την οποία από τη σφαλερή εναλλαγή
των χυμών προκαλείτο η εκάστοτε νόσος.
Οι αντιλήψεις αυτές του Γαληνού επικράτησαν για πολλούς αιώνες.
Έτσι, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, βρίσκουμε την αντίληψη αυτή για
την κακοχυμία του αίματος σαν αιτιολογικού παράγοντα διαφόρων
νόσων.
Το θεωρητικό αυτό στήριγμα της αρχαίας ιατρικής, που απορρέει από
τα αποφθέγματα της ιωνικής φιλοσοφίας, είναι παραπάνω από ελλιπές.
Παράλληλα όμως καλλιεργούνταν και η ιατρική τέχνη, που στηριζόταν
κυρίως στην παρατήρηση του αρρώστου. Η κρίση για τον ασθενή άνθρωπο
γινόταν ανάλογα με τα συμπτώματα του, όπως επίσης και η διδασκαλία
για τις νόσους περιοριζόταν μόνο στη συμπτωματολογία και δεν
αποτελούσε επιστήμη πραγματευόμενη την κλινική του νοσούντος
οργανισμού. Οφείλουμε πάντως να σημειώσουμε, ότι η αρχαία ιατρική
δεν είχε έλλειψη μεθόδου για τη δημιουργία κανόνων όσον αφορά στη
διάγνωση, την πρόγνωση και τη θεραπεία.
Μετά τον Ιπποκράτη και το Γαληνό, με την πάροδο του χρόνου
αυξάνονται μεν οι ιατρικές γνώσεις, παραμένουν όμως ακόμα
σκοτεινές, για το λόγο ότι οι γνώσεις της Ανατομίας και της
Φυσιολογίας είναι τόσο ελλιπείς, ή έστω όχι ακριβείς, ώστε να μην
επακολουθεί η επεξεργασία τους σε επιστημονικό σύστημα.
Οι συλλεγείσες γνώσεις παραλαμβάνονται από τις επόμενες γενιές σαν είδος Ιατρικής Εγκυκλοπαίδειας, συνταγμένες μάλλον από φιλοσοφοϊστορική άποψη, χωρίς επιβεβαίωση ή έλεγχο των ήδη γνωστών από τους μεταγενέστερους, οι δε κατά καιρούς διάσημοι γιατροί που εμφανίστηκαν είναι γαληνιστές, όπως ο ’ραβας Avicenna και εμμένουν στις δογματικές τους δοξασίες.
Κατά το Μεσαίωνα επιχειρείται μεν συστηματικότερα η καταπολέμηση
των επιδημιών, για τη γένεση όμως των μολυσματικών νόσων δεν
κυριαρχεί συγκεκριμένη άποψη. ’λλωστε και η αρχαία ελληνική ιατρική
δεν είχε καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα. Την αντίληψη για την
γένεση των νόσων στο μεσαίωνα κατέχει θρησκευτικός μυστικισμός, από
άλλους δε πιστεύεται πως οι νόσοι οφείλονται σε κοσμικές,
ατμοσφαιρικές ή γήινες επιδράσεις.
Η αναστολή της προόδου για τόσους αιώνες δεν πρέπει να μας ξενίζει,
γιατί οι λαοί που κατάκτησαν την Ευρώπη βρίσκονταν σε κατώτερα
επίπεδα πολιτισμού, ώστε να μπορέσουν να μελετήσουν, να
αφομοιώσουν, να αμφισβητήσουν και να προάγουν τα καταληφθέντα
πνευματικά οικοδομήματα των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων.
Μόνο η αναζωογόνηση του αρχαίου πολιτισμού κατά την εποχή της Αναγέννησης έφερε πάλι την ανάγκη της έρευνας των προβλημάτων της ζωής. Δύο προσωπικότητες της εποχής αυτής συνέβαλαν στο να δοθεί νέα ώθηση και νέα κατεύθυνση στην επιστημονική έρευνα.
Ο Leonardo da Vinci δεν ήταν μόνο μεγάλος καλλιτέχνης αλλά και
εμπνευστής της επιστήμης. Σαν μηχανικός, σαν εφευρέτης, σαν
μαθηματικός, σαν ανατόμος προήγαγε όλους τους κλάδους της τότε
επιστήμης. Γράφει ο Tannhauser για τον da Vinci:
Ο μεγαλοφυέστερος άνδρας της Αναγέννησης, ως προς τις
πνευματικές του ιδιότητες, ο τελειότερος ίσως άνθρωπος όλων των
εποχών, ο Leonardo da Vinci αναγνώρισε πρώτος ότι ο ζων οργανισμός
μπορεί να υπάρξει μόνο στην ατμόσφαιρα, στην οποία να μπορεί να
καίει φλόγα. Η βασική αυτή παρατήρηση του da Vinci παρέμεινε επί
τρεις αιώνες αχρησιμοποίητη, ίσως να είχε λησμονηθεί, το πιθανότερο
όμως ήταν ότι δεν είχε καν κατανοηθεί
Ο Θεόφραστος v. Hohenheim, που αποκλήθηκε από τον πατέρα του
Παράκελσος, παράλληλα με τις ιατρικές του σπουδές, είχε διδαχθεί
και τη χημική τέχνη, διακρινόταν δε για το σεβασμό και την πίστη
του στον Ιπποκράτη και καλλιέργησε εκτός από την κλινική του
παρατήρηση και την παρατήρηση της φύσης. Μελέτησε τις καιρικές
επιδράσεις, την σύσταση της γης και την επίδραση των γενικών όρων
της ζωής στην πορεία των νόσων. Αισθάνεται την ανάγκη να ερμηνεύσει
ξανά τα δεδομένα των φυσικών επιστημών και της ιατρικής,
στηριζόμενος στα πορίσματα της δικής του και ανεπηρέαστης
παρατήρησης της φύσης. Και έχει σαν αρχή την επαλήθευση των
συμπερασμάτων του με τον διαρκή έλεγχο του πειράματος, δεσμευμένος
αυτονόητα από το μέτρο του δυνατού στην εποχή του.
Αν και οι θεωρίες του Παρακέλσου ήταν πολλές φορές προϊόν πλάνης
και δεν στερούντο μυστικισμού, προσέφεραν διπλή υπηρεσία στην
επιστήμη γιατί, αφ ενός δημιούργησαν τη διδασκαλία των φυσικών
επιστημών στην ιατρική, αφ ετέρου δε εκτόπισαν τις μέχρι τότε
επικρατούσες θεωρίες.
Για το λόγο αυτό ο Παράκελσος παρουσιάζεται σε μας σήμερα σαν
σφοδρός αντίπαλος του Γαληνού, αλλά μόνο η ισχυρή προσωπικότητα
του Παρακέλσου ήταν δυνατό να αποσείσει τις δοξασίες της θείας
αυθεντίας ενός Γαληνού και ενός Avicenna.
Η παλιά ιατρική, του Ιπποκράτη και του Γαληνού, και η αραβιστική του Avicenna, που συνέδεσε την αρχαιότητα με το Μεσαίωνα, αποτελεί το σκελετό μόνο στον οποίο οικοδομήθηκε η μεταγενέστερη ιατρική. Τα υπολείμματα του σκελετού αυτού βρίσκουμε και σήμερα, σε μορφολογικές έννοιες όπως διάγνωση, θεραπεία, πρόγνωση, πυρετός, κρίση, λύση κ.λ.π.
Παρόλα αυτά η παλιά ιατρική εμπεριέχει πολύτιμους κανόνες που
προέρχονται από την πείρα της ελεύθερης παρατήρησης, μη
επηρεασμένης από ορισμένη κατεύθυνση της διδασκαλίας αλλά από την
από την άποψη της μεθοδικότητας και των φυσικών κανόνων είναι
φυσικά ελλιπής.
Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζει την ιστορική τομή, κατά την οποία
τοποθετείται το όριο της λεγόμενης νεώτερης ιατρικής, επειδή αυτή
εδράζεται πλέον σε φυσικές βάσεις.
Μετά την διαμόρφωση της ανατομικής επιστήμης από τον Andreas Vesal,
κυριαρχεί κατά τον 17ο αιώνα η μορφή του ’γγλου γιατρού William
Harvey, που ανακάλυψε τη λειτουργία της καρδιάς και την κυκλοφορία
του αίματος, και που συντέλεσε ιδιαίτερα στην προαγωγή της
Φυσιολογίας.
Αν εξετάσουμε το ιατρικό έργο των Boerhave, van Swieten, Hoffmann,
Sydenham κ.α. παρατηρούμε πως αρχίζει να διαμορφώνεται η διδασκαλία
των νόσων, που περιορίζεται ακόμα στην συμπτωματολογία και τη
θεραπεία τους, τα διδάγματα όμως που παραλήφθηκαν από την
αρχαιότητα δεν παραλαμβάνονται πλέον σαν Ευαγγέλιο αν και ακόμα
αποτελούν δεσμούς με την αρχαία ιατρική.
Η λύση των προβλημάτων επιφυλασσόταν για ακόμα μεταγενέστερη εποχή.
Και μόνο στα μέσα του 19ου αιώνα η ιατρική διακόπτει πλέον τον
ιστορισμό και έτσι την επεξεργασία των παλιών παραδόσεων.
Με την εξέλιξη της Φυσιολογίας η ιατρική αποκτά νέο χαρακτήρα,
αποσπάται από την απλή συμπτωματολογία, η έννοια της νόσου
δημιουργείται από την νοσηρή εξεργασία, η νόσος δεν κρίνεται πλέον
από δαιμονιστική ή φιλοσοφική άποψη αλλά θεωρείται ως μη
φυσιολογική ζωή. (Κάτι που δεν απέχει παρά ελάχιστα από την
σημερινή αντίληψη).
Έτσι η Ιατρική αποκτά τον φυσικοχημικό της χαρακτήρα, τον οποίο
ελάχιστα είχε μέχρι την εποχή εκείνη.
Με τη νέα κατεύθυνση που δόθηκε στην επιστήμη και με τη βοήθεια της
κλινικής παρατήρησης άρχισαν να διαχωρίζονται οι νόσοι, που
περιγράφονται πιο συστηματικά και αναπτύσσεται έτσι η ειδική
νοσολογία που ενισχύεται πολύ κατά τον 18ο αιώνα με την εξέταση των
παθολογικών αλλοιώσεων των σπλάγχνων από την ιδρυθείσα από τον
Morgagni παθολογική ανατομία.
Έτσι εντοπίζεται πλέον η ανατομική έδρα της νόσου σε όργανα και
αναγνωρίζεται ότι η παθολογική αλλοίωση των οργάνων προκαλεί πολλά
συμπτώματα. Παρακολουθούνται εφεξής με ακρίβεια τα παθολογικά
φαινόμενα νοσηρών καταστάσεων και η πορεία τους, καθώς και τα
φαινόμενα που προηγούνται και ο τρόπος της εμφάνισης τους. Έρχονται
δε σε επικουρία της συστηματοποιημένης κλινικής παρατήρησης, δύο
γεγονότα που δώρισαν στην επιστήμη δύο αξιολογότατα διαγνωστικά
μέσα, από τις μεγαλύτερες ίσως κατακτήσεις της μέχρι τότε
ιατρικής.
Αυτά είναι η από τον Βιεννέζο γιατρό Leopold Auenbrugger ανακάλυψη
της επίκρουσης (1761) και η από τον Γάλλο γιατρό Laennec ανακάλυψη
της ακρόασης (1816). Το μέγεθος των ανακαλύψεων αυτών
καταδεικνύεται όχι μόνο σε σύγκριση με τα μέχρι την εποχή εκείνη
διαγνωστικά μέσα, που αποτελούνταν από την ψηλάφηση του σφυγμού ή
στην παρατήρηση του αίματος που προέρχονταν από αφαιμάξεις και του
σχηματισμού του πήγματος του, ή την παρατήρηση των ούρων, των
κοπράνων και της απόχρεμψης, αλλά και από το γεγονός ότι οι φυσικές
αυτές διαγνωστικές μέθοδοι αποτελούσαν μέχρι την δεκαετία 1960-70
ακόμα, το κύριο διαγνωστικό μέσο όλων των κλινικών γιατρών, ενώ η
αξία τους διατηρείται και στην εποχή μας, αυτή της τεχνολογικής
ιατρικής, χωρίς να εκλείπουν.
Για ενάμισι περίπου αιώνα μάλιστα η επίκρουση και η ακρόαση
χρησιμοποιούνταν αναλλοίωτες, σύμφωνα με τις οδηγίες και τις
παρατηρήσεις των εφευρετών τους.
Και μόνο η εξέλιξη της ακτινοδιαγνωστικής τον 20ο αιώνα
απομείωσε κάπως τη σημασία τους, αλλά ενίσχυσε τα ευρήματά
τους.
Κατά την ίδια εποχή, τον 19ο αιώνα, η Ιατρική έχει σημειώσει και
νέα κατάκτηση, από τη Φυσική. Έχει ήδη ανακαλυφθεί το μικροσκόπιο.
Η ιατρική έρευνα εκτρέπεται με τη χρήση του σε νέους ορίζοντες, και
η Γαλλική επιστήμη σημειώνει νέα πρόοδο με την ανακάλυψη των ιστών
και την περιγραφή των παθολογικών αλλοιώσεων του από τον Bichat,
τον ιδρυτή της Ιστολογίας.
Η αντίληψη της έδρας της νόσου μετατίθεται ξανά, από τα όργανα στα συστατικά
τους, τους ιστούς, μετά δε από την από τον Theodor Schwann
ανακάλυψη των ζωικών κυττάρων, από τα οποία διαπιστώνεται πως
αποτελούνται οι ιστοί και τα όργανα, ο
Rudolf Virchow δημιουργεί την κυτταροπαθολογία, με την οποία
ανατράπηκαν τελείως οι αντιλήψεις για τη φύση των νόσων, με
επικράτηση της άποψης ότι, εφ όσον το κύτταρο είναι
φορέας της ζωής είναι
και φορέας της νόσου.
Γιατί η νόσος θεωρείται οριστικά σαν η εκδήλωση της ζωής υπό
αλλοιωμένες συνθήκες, με την επιπρόσθετη παρατήρηση πως η νόσος
ορίζεται σαν αποτέλεσμα της αντίδρασης του κυττάρου έναντι
παθολογικών ερεθισμάτων.
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με τις εργασίες του μεγάλου
Louis Pasteur αποδείχθηκε η σημασία των μικροβίων στη φύση, για τον
δε μεγάλο ερευνητή Robert Koch επιφυλάχθηκε η εξακρίβωση της σχέσης
των μικροβίων προς τις διάφορες νόσους του ανθρώπου και του
ζώου.
Η ανακάλυψη των μικροβίων και των μικροοργανισμών γενικά και η
αναγνώριση τους σαν αιτιολογικών παραγόντων για την πρόκληση των
λοιμωδών νόσων, δίνει νέα ώθηση στην ιατρική επιστήμη και
μεταβάλλει ξανά, ριζικά τις αντιλήψεις των γιατρών της εποχής για
την παθογένεση των νόσων.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Παθολογική Ανατομία έχει επιτελέσει
μεγάλη πρόοδο, η Φυσιολογία έχει αναπτυχθεί σε νέες βάσεις, εφ
όσον έχει συντελεστεί εν τω μεταξύ από τον J.R.v. Mayer, μία από
τις θεωρηθείσες σπουδαιότερες ανακαλύψεις του 19ου αιώνα, δηλαδή η
αναγνώριση της αρχής του αφθάρτου της ενέργειας.
Η αρχή αυτή αποτελεί στη συνέχεια, στη Φυσιολογία, τη βάση κάθε
επιστημονικής σκέψης, επειδή η ενέργεια σαν αποτέλεσμα της ύλης,
είναι από τα κυριότερα αντικείμενα που εξετάζει ο κλάδος αυτός της
επιστήμης.
Γράφει σχετικά ο καθηγητής Ρ. Νικολαϊδης:
Η Φυσιολογία κατέχει την πρωτεύουσαν θέσιν εν τη συνόλη
φυσιολογική ερεύνη και περί των υψίστων προβλημάτων των τα μέγιστα
των ανθρώπων διαφερόντων πραγματευομένη, είναι πασών των φυσικών
επιστημών η υψίστη.
Ανεξάρτητα από τους διθυράμβους της εποχής, η Φυσιολογία και η
Παθολογική Ανατομία, εμπλουτισμένες με την έρευνα και την ανακάλυψη
των ζωντανών αιτίων των νόσων, αποτελούν πλέον τα θεμέλια της
ιατρικής. Φυσικά αναγνωρίζεται από τους μεταγενέστερους πως όλα
αυτά δεν επαρκούν για την ερμηνεία όλων των φαινομένων.
Αναγνωρίζουν πως η διαπίστωση και μόνο πως η είσοδος του νοσογόνου
παράγοντα στον οργανισμό δεν σημαίνει λ.χ. απαραίτητα και πρόκληση
λοίμωξης, διδάσκει το γιατρό πως ο οργανισμός έχει την ικανότητα
της αντίδρασης, διατυπώνεται η πεποίθηση πως η αντίδραση οφείλεται
σε κληρονομικά αίτια και επίκτητα, από τις ιδιότητες που
αναπτύσσονται από το περιβάλλον, που μάλιστα στο σύνολο τους
(κληρονομικά και επίκτητα γνωρίσματα) χαρακτηρίζονται με τον γενικό
όρο ιδιοσυστασία του οργανισμού.
Αναγνωρίζεται δε από τους σύγχρονους πως σε διάστημα 40 χρόνων η
ιατρική έπαψε να ακολουθεί την προηγούμενη κατεύθυνση.
Από την εποχή αυτή που η ιατρική απαλλάσσεται εντελώς από
φιλοσοφικές, θεοκρατικές ή μυστικιστικές απόψεις, η επίδραση των
φυσικών επιστημών σ αυτή γίνεται καταφανής και εδραιωμένη σε βαθμό
που να θεωρείται πλέον αδιανόητη η πρόοδος στην ιατρική χωρίς τη
βοήθεια τους.
Η ανακάλυψη των ακτίνων Roentgen και των ακτινεργών σωμάτων δεν
συνέβαλε μόνο στο εκτεταμένο πεδίο της διάγνωσης και της θεραπείας
διαφόρων νοσημάτων, αλλά υπήρξε και πολύτιμη στο κεφάλαιο της
έρευνας της λειτουργίας διαφόρων οργάνων.
Στενότεροι ακόμα γίνονται οι δεσμοί της ιατρικής με τη Χημεία, που
προσέφερε στην ιατρική απέραντο πεδίο έρευνας. Λέγεται μάλιστα πως
στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα επικράτησε στην ιατρική η αληθής
χημική κατεύθυνση. Και θεωρήθηκε εύλογη αυτή η εξέλιξη, εφ όσον οι
λειτουργίες της ζωής είναι κατά το πλείστον χημικής φύσης.
Επινοείται την ίδια περίοδο ο ενιαίος όρος Φυσική Χημεία για να
υποδηλώνει την λεγόμενη τρίτη επιστήμη από τη γεφύρωση της φυσικής
με τη χημεία, και αναγνωρίζεται η γενικότερη σημασία της τρίτης
αυτής επιστήμης γιατί προβάλλεται η άποψη πως τόσο οι φυσιολογικές
λειτουργίες όσο και οι παθολογικές επεξεργασίες είναι φυσικοχημικής
φύσης.
Στη βιβλιογραφία της εποχής αναφέρεται σαν ιδιαίτερα σημαντική η
σπουδή της κολλοειδούς καταστάσεως του πρωτοπλάσματος και
γενικά της κολλοειδοχημικής αλλοιώσεως των ιστών, για να
επικυρωθεί η παραπάνω άποψη.
Αρχίζει ταυτόχρονα να εισάγεται ο όρος βιοχημεία (βιολογική χημεία)
που υποστηρίζεται πως επιτυγχάνεται μ αυτήν η περαιτέρω έρευνα και
η βαθύτερη γνώση των λειτουργιών του οργανισμού και οι ιατρικές
αναζητήσεις και ερμηνείες απομακρύνονται πολύ από τα σχηματικά
μοντέλα κατανόησης και προσανατολίζονται περισσότερο στην δυναμική,
διαλεκτική θεώρηση και ερμηνεία των νόσων και των θεραπειών.
Οι ερευνητές και οι συγγραφείς του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα
ομολογούν πως η ανάγκη υιοθέτησης άλλων αντιλήψεων είναι πια
επιτακτική γιατί με την προσεκτικότερη παρατήρηση αντιλαμβάνονται
πως δεν είναι δυνατό να εντοπιστούν όλες οι νόσοι
παθολογοανατομικά, ή τουλάχιστον τότε με τα μέσα που διέθεταν δεν
μπορούσαν να εντοπίζουν τις αλλοιώσεις. Η παθολογική ανατομία, παρά
την εξέλιξη της, κρίνεται ανεπαρκής για την ερμηνεία όλων των
νοσηρών φαινομένων και αναγνωρίζεται ο περιορισμένος χαρακτήρας της
κυτταροπαθολογίας.
Με πρωτοπόρο τον Bergmann ανατρέπονται οι απόψεις του Virchow που
διατύπωσε την ανεξάρτητη ύπαρξη του κυττάρου και θεωρούσε σαν
εκδήλωση της ζωής τη δράση των μικρών αυτών αυτοτελών μονάδων
και στη νέα κατεύθυνση της ιατρικής επικρατεί η αντίληψη της
εκτύλιξης των λειτουργιών του οργανισμού.
Οι σύγχρονοι του Bergmann χρησιμοποιούν τα παραδείγματα του
διαβήτη, της παχυσαρκίας, της ισχνοπάθειας και της νόσου του
Basedow για να
ανατρέψουν την κυτταροπαθολογία του Virchow. Τα ανατομικά ευρήματα
εξακολουθούν να κατέχουν αναμφισβήτητη αξία στους κλινικούς της
εποχής, μόνο που τα χαρακτηρίζουν σαν επισημοποίηση της εκτύλιξης
της παθολογικής επεξεργασίας, ενώ στην αρχή δέχονται ότι πολλές
φορές υπάρχει η αφανής διαταραχή της λειτουργίας. Από τη διαταραχή
της λειτουργίας, αναπτύσσεται τελικά, σαν μορφολογική επίδραση, το
ανατομικό υπόστρωμα, σαν απόδειξη αυτού που συμβαίνει.
Έτσι δεν αρκεί μόνο η περιγραφή της ανατομικής αλλοίωσης για την
κατανόηση της παθολογικής εξεργασίας, αλλά και η αναγνώριση της
παθογένεσης θεωρείται πλέον απαραίτητη γι αυτό.
Αρχίζει η παραδοχή πως, τόσο για το κύτταρο, όσο κυρίως για τους
ιστούς, κατά τη διαδρομή της παθολογικής εξεργασίας δεν υπάρχουν
όρια μεταξύ της ανατομικής αλλοίωσης και της αφανούς βιολογικής
διαταραχής της υφής, που εμφανίζεται κατά την εκτύλιξη της
αλλοιωμένης λειτουργίας. Ωριμάζει οριστικά η ιδέα της κατάργησης
του απόλυτου διαχωρισμού μεταξύ οργανικού και ανοργάνου που
επικρατούσε μέχρι τότε και υιοθετείται η έννοια της βιολογικής
μονάδας και της βιολογικής ενότητας.
Παρόλα αυτά η μηχανιστική σκέψη δεν εγκαταλείπεται στην ερευνητική
πρακτική. Σαν παράδειγμα αναφέρεται η διαδρομή της έρευνας του
διαβήτη. Όταν ο Minkowski με την αφαίρεση του παγκρέατος από σκύλο,
προκάλεσε κλινική εικόνα παρόμοια με το διαβήτη και κυρίως όταν, σε
επικύρωση της άποψης του Minkowski, μερικές δεκαετίες αργότερα,
ανακαλύφθηκε η ινσουλίνη από τους Banding και Best, με τα θεαματικά
για την εποχή κλινικά αποτελέσματα της διάσωσης και της επιβίωσης
των μέχρι τότε καταδικασμένων διαβητικών, χρειάστηκαν πολλά χρόνια
ακόμα, ώστε με την κλινική παρατήρηση των διαβητικών (προφανώς
τύπου ΙΙ) να αμφισβητηθεί η ανατομική αιτία της νόσου και να
αποδοθεί σε λειτουργικά αίτια. Σε βαθμό μάλιστα, που ορισμένοι
συγγραφείς του μεσοπολέμου, επιμένοντας μηχανιστικά να
καταλήγουν πως ο Σ.Δ. δεν πρέπει καν να εκλαμβάνεται σαν νόσος
των νησιδίων του Langerhans.
Η, έστω, μηχανιστική αμφισβήτηση αυτή δίνει νέα ώθηση στην έρευνα.
Αναγνωρίζονται και αποδεικνύονται οι νευροορμονικοί άξονες
(υποθάλαμος, υπόφυση, θυρεοειδής, επινεφρίδια κ.λ.π.)
Διατυπώνεται η ολοκληρωμένη άποψη του Lichtwitz που δημιουργεί την
έννοια του διεγκεφαλοϋποφυσιακού συμπλέγματος. Κατά τον Lichtwitz
τα φυτικά κέντρα του εγκεφάλου συνδέονται με νευρικές ίνες με τον
πρόσθιο λοβό της υπόφυσης (που χαρακτηρίζονται σαν πρωτογενείς) ενώ
αυτές των οργάνων στόχων (θυρεοειδής, φλοιός επινεφριδίων κ.λ.π.)
ορίζονται σαν δευτερογενείς και ο Lichtwitz ρητά περιγράφει την
ανασταλτική λειτουργία τους στην υπόφυση
κατοχυρώνοντας αναμφισβήτητα την έννοια της βιολογικής
ανατροφοδότησης (feed back).
Δειλά στην αρχή, όμως με σαφήνεια περιγράφεται στη βιβλιογραφία
της εποχής η επίδραση και των ανώτερων νοητικών λειτουργιών και της
ψυχικής σφαίρας στην παθοφυσιολογία και το αντίστροφο.
Στη βιβλιογραφία της εποχής πληθαίνουν οι επικυρωτικές για την
άποψη αυτή μελέτες για το αυτόνομο νευρικό σύστημα, καθώς επίσης
και η ουσιαστική σημασία των βιταμινών στην παθογένεση αλλά και στη
θεραπεία των νόσων καθώς επίσης και η αλληλεπίδραση τους με τις
ορμόνες.
Επικυρώνεται δηλαδή κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα η αναγνώριση
του οργανισμού σαν ενιαίας βιολογικής ενότητας και η αντίληψη για
τις νόσους αρχίζει πλέον να παίρνει την ώριμη της μορφή.
Σαν αποτέλεσμα της τροποποίησης των αντιλήψεων αυτής,
δημιουργούνται και ορισμένες τάσεις στον ιατρικό χώρο, επηρεασμένες
και από τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, που ανακαλύπτουν
ομοιότητες των αντιλήψεων αυτών με την αρχαία χυμοπαθολογία του
Ιπποκράτη , υποστηρίζουν πως οι σύγχρονες απόψεις δεν διαφέρουν και
πολύ από τη διδασκαλία του Ιπποκράτη, σε ορισμένες μάλιστα
περιπτώσεις διατυπώνουν ισχυρές επιφυλάξεις για την ιατρική
εξειδίκευση που αρχίζει ραγδαία να εμφανίζεται, σαν επικίνδυνη για
τον ασθενή, εφ όσον αναιρεί την ιδέα της ενιαίας ψυχοβιολογικής
ενότητας του οργανισμού, στην πράξη.
’λλα ρεύματα, περισσότερο συντηρητικά, υποστηρίζουν πως η
κοσμογονία των ανακαλύψεων δεν προάγει την ιατρική σαν επιστήμη και
σαν κλινική πρακτική για τον λόγο πως επέφερε μάλλον σύγχυση παρά
επίλυση των τότε τιθεμένων προβλημάτων.
Οι συντηρητικές αυτές απόψεις όσο και οι προηγούμενες έμελε να
αποδειχτούν μικρής διάρκειας, ισχύος και εμβέλειας, και δεν
επιβιώνουν μετά την έφοδο της ανακάλυψης της πενικιλίνης από τον
Fleming και των υπόλοιπων αντιβιοτικών στη συνέχεια, που
κυριολεκτικά επικυρώνουν τον επιστημονικό, διαλεκτικής φύσης
χαρακτήρα της ιατρικής και κυρίως, με τις θεραπευτικές επιτυχίες
της προσδίδουν ανεπιφύλακτη αποδοχή από το κοινωνικό σύνολο. Που
αρνείται μπροστά στα εμπράγματα οφέλη των νέων θεραπευτικών μεθόδων
να επικυρώνει πλέον φιλοσοφικού, δογματικού ή μυστικιστικού
χαρακτήρα επιφυλάξεις στην ιατρική (και τις άλλες επιστήμες).
Η άποψη για τη νόσο τροποποιείται ξανά, η ιατρική αρχίζει να
βασίζεται σε ακλόνητες, και μόνο, αποδείξεις, επιζητά μακροχρόνια
επικύρωση οποιασδήποτε άποψης, ακόμα και της πλέον φαινομενικά
ελπιδοφόρας και η έννοια του σχετικού στην ιατρική δεν
επιβιώνει πλέον παρά μόνο σε κάποια θλιβερά στην όψη, την προέλευση
και την υπόσταση ιατρικά ιερατεία.
Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η τεχνολογική επανάσταση επηρεάζει
από τα θεμέλια και την ιατρική και η τεχνολογία, η βιοτεχνολογία, η
πληροφορική, η πυρηνική φυσική η γενετική κ.λ.π. ενσωματώνονται
χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στο σώμα των ερευνητικών, κλινικών,
θεωρητικών, εκπαιδευτικών, φιλοσοφικών και άλλων αναζητήσεων και
κατευθύνσεων της αλλά κύρια στο πεδίο της κλινικής πρακτικής όσον
αφορά στον ολοκληρωμένο προσδιορισμό της φύσης κάθε νόσου και ιδίως
στη θεραπεία της.
Πρόκειται για τη διαδικασία που βιώνουμε στην εποχή μας και που
εξελίσσεται, δυστυχώς μερικές φορές χωρίς την πλήρη μας
συμμετοχή.
Οι μεταμοσχεύσεις, η καλλιέργεια ιστών, τα τεχνητά όργανα, η
κλωνοποίηση, η χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, η
αποκάλυψη συγκεκριμένων γενετικών παραγόντων στην εμφάνιση των
νόσων και οι πρώτες γενετικού χαρακτήρα θεραπείες, φαίνεται να
ολοκληρώνουν στην εποχή μας την αντίληψη για την παθογένεση και τη
νόσο. Η, αν μη τι άλλο, μας διδάσκουν πως η διαδικασία αυτή δεν
πρόκειται ποτέ να ολοκληρωθεί αλλά θα συνεχίσει να ανελίσσεται όσο
θα διαρκεί η ύπαρξη του ανθρώπου.
Από πρακτική άποψη, τίθεται ξανά το ζήτημα της ορθής διαχείρισης
των δεδομένων και των επερχομένων ανακαλύψεων ώστε η ιατρική να μην
εκτρέπεται και να παραμένει, με αποδείξεις, σταθερή στον κεντρικό
της σκοπό, που εξακολουθεί να είναι η βοήθεια στον άρρωστο. Να
αναδεικνύει τον ουμανιστικό της χαρακτήρα που έχει απολέσει
συγκεντρώνοντας τα πυρά του κοινωνικού συνόλου παρά τις
αναμφισβήτητες επιτυχίες της.
Αξιοπρόσεκτο είναι και το γεγονός πως στην εποχή μας, και ιδιαίτερα
στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο, εμφανίζονται κατά ώσεις, παρά την
οριστική επικράτηση της αντικειμενικής ιατρικής, νέες μυστικιστικού
χαρακτήρα τάσεις στις μάζες, που αποδέχονται ή και επιζητούν σε
τεράστια ποσοστά την παράλληλη σχέση τους με τις λεγόμενες
παραδοσιακές και εναλλακτικές θεραπείες (απατηλές ή μη). Που σχεδόν
στο σύνολο τους εδράζονται στις αντιλήψεις της αρχαίας ιατρικής για
τη νόσο. (λ.χ. η ομοιοπαθητική)
Η τάση αυτή, με τον εύκολο πλουτισμό που συνεπάγεται, με την έμμεση
ή άμεση υπόγεια ενίσχυση της από τις σύγχρονες κρατικές δομές, για
λόγους που είναι γνωστοί αλλά δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν,
συμπαρασύρει στην άσκηση των εναλλακτικών θεραπειών και μερίδα
γιατρών, μειωμένης συνήθως κρίσης και ηθικής αντίστασης, ευάλωτους
και σε άλλες πιέσεις η κακής επιστημονικής κατάρτισης (ή και τα
τρία) , που νομιμοποιούν με την ανοχή η την παρουσία τους την
παλινδρόμηση και
την καθήλωση των ασθενών σε ξεπερασμένα από αιώνες αρχέτυπα στην
ιατρική.
Και η μεν ερμηνεία της μεταφυσικής και μυστικιστικής στροφής των
πολιτών των συγχρόνων κοινωνιών είναι απλή στις παρούσες συνθήκες
εκτεταμένης οικονομικής, παραγωγικής, περιβαλλοντικής, κοινωνικής,
πολιτισμικής και ηθικής κρίσης, η στάση όμως των υποτιθέμενων (εξ
ιατρών) επιστημόνων, που γοητεύονται από το εύκολο κέρδος της
εναλλακτικής ιατρικής και παρασύρονται από τα ίδια ελλειμματικά
συμπλέγματα, είναι απολύτως ακατανόητη, απορριπτέα και
εξοβελιστέα.
Η έντεχνη, αλλά ενεργητική υποστήριξη που απολαμβάνουν οι θιασώτες του μυστικισμού στην ιατρική από τους επίσημους κρατικούς οργανισμούς που υποτίθεται πως προστατεύουν τη δημόσια υγεία αλλά ενεργούν το αντίθετο, η καθόλα ύποπτη ανοχή, συγκάλυψη και συνέργια των συντεταγμένων ιατρικών και άλλων υγειονομικών σωμάτων στη μυστικιστική παλινδρόμηση, η αποστέρηση για διάφορους λόγους, μεγάλων κατηγοριών ασθενών πληθυσμού από τις σύγχρονες και ωφέλιμες κλινικές προσεγγίσεις και θεραπείες θέτει επί τάπητος και την επαναβεβαίωση του Ιπποκρατικού Κώδικα, με ιδιαίτερη αυστηρότητα. Για το λόγο πως ο Ιπποκράτης και οι σύγχρονοι του αρχαίοι γιατροί που θεμελίωσαν τον επιστημονικό χαρακτήρα της ιατρικής, παρά την επιστημονική τους ατέλεια, σέβονταν με απόλυτο τρόπο τον ασθενή και πρωτοδιατύπωσαν τον κώδικα σχέσεων γιατρού και ασθενή, που υποτίθεται πως ισχύει μέχρι και σήμερα, και που επέβαλε τον εξοστρακισμό από το Ιατρικό Σώμα, όποιον γιατρό από άγνοια, αμέλεια ή συμφέρον έβλαπτε ασθενείς.
Η Ιπποκρατική δεοντολογία
Ο θεμέλιος λίθος της ιατρικής, η Ιπποκρατική δεοντολογία, παρά
την εξέλιξη των απόψεων του Ιπποκράτη μέχρι και σήμερα, παραμένει
αναλλοίωτος στους αιώνες και το ιατρικό σώμα πρέπει να επιβάλλει
την ισχύ του και στο μέλλον.
Αυτή είναι η μόνη αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για να συνεχίσει
ακώλυτα η εξέλιξη της ιατρικής στις μέρες μας και το μέλλον.
Ο άρρωστος και σήμερα και στους αιώνες που μεσολάβησαν δεν
κινδυνεύει ούτε από την τεχνολογία, ούτε από την ιατρική γνώση ούτε
από την ιατρική εξειδίκευση, ούτε φυσικά από τις νεώτερες
επιστημονικές ανακαλύψεις.
Κινδυνεύει μόνο από την παράβαση της δεοντολογίας που, επειδή στις
μέρες μας έμπρακτα αμφισβητείται και από κορυφαίους παράγοντες του
υγειονομικού μας συστήματος, καθήκον του ιατρικού σώματος είναι,
μονομερώς, να την επαναφέρει σε απόλυτη ισχύ.
Διαβάστε επίσης
ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΔΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 1986-88. ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΛΑΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ 1992. ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ Α ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΝΑΞΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 1997