Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί το συχνότερο νεόπλασμα στις γυναίκες και αντιπροσωπεύει το 25% όλων των νεοπλασμάτων στο γυναικείο φύλο. Υπολογίζεται ότι 130.000 νέα κρούσματα της νόσου εμφανίζονται κάθε χρόνο στην Ευρώπη και 570.000 σε όλο τον κόσμο.
Αποτελεί συχνό νεόπλασμα της προχωρημένης ηλικίας αφού πάνω από δύο τρίτα των περιστατικών αφορούν γυναίκες ηλικίας άνω των 50 ετών, ενώ πρακτικά είναι απίθανο να εμφανισθεί σε γυναίκες ηλικίας μικρότερης των 30 ετών.
Ο καρκίνος του μαστού στους άνδρες είναι σπάνιος. Στα 100 νέα περιστατικά καρκίνου του μαστού μόνο 1 αφορά τους άνδρες. Εντούτοις, η θεραπευτική αντιμετώπιση δεν διαφέρει από την αντίστοιχη των γυναικών.
Προδιαθεσικοί παράγοντες
Μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστό τι προκαλεί τον καρκίνο του μαστού. Εντούτοις έχει διαπιστωθεί ότι συγκεκριμένοι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο που διατρέχει μια γυναίκα να εμφανίσει τη νόσο. Οι παράγοντες αυτοί είναι:
· Φύλο: όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το 99% των περιστατικών
αφορούν τις γυναίκες.
· Ηλικία: η επίπτωση της νόσου αυξάνει σημαντικά μεταξύ των ηλικιών
50 και 70.
· Οικογενειακό ιστορικό: ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού
είναι διπλάσιος στις γυναίκες που έχουν ένα συγγενή πρώτου βαθμού
(μητέρα, αδελφή, κόρη) με καρκίνο του μαστού σε ηλικία μικρότερη
των 50 ετών και τριπλάσιος όταν οι συγγενείς πρώτου βαθμού είναι
δύο.
· Ιστορικό άτυπης υπερπλασίας του μαστού: οι γυναίκες με ιστολογικά
επιβεβαιωμένη άτυπη υπερπλασία του μαστού, διατρέχουν πενταπλάσιο
κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Η ινώδης κυστική μαστοπάθεια, που
αποτελεί πολύ συχνή καλοήθη διαταραχή των μαστών, δεν αυξάνει τον
σχετικό κίνδυνο.
· Εξωγενής λήψη οιστρογόνων: υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις όσον
αφορά τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες που
λαμβάνουν οιστρογόνα, είτε με τη μορφή αντισυλληπτικών δισκίων,
είτε ως θεραπεία υποκατάστασης κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης.
Με τα στοιχεία που έχουν ανακοινωθεί μέχρι σήμερα φαίνεται ότι η
εξωγενής λήψη οιστρογόνων κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης ως
θεραπεία υποκατάστασης είναι ασφαλής, τουλάχιστον όταν δεν
υπερβαίνει τα 10 χρόνια. Σχετικά με τον κίνδυνο από τα
αντισυλληπτικά νέας γενιάς, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία.
· Πρόωρη εμμηναρχή – καθυστερημένη εμμηνόπαυση: όσο μεγαλύτερο
είναι το διάστημα που οι μαστοί εκτίθενται στις ορμόνες της
αναπαραγωγής, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος ανάπτυξης
καρκίνου.
· Καθυστερημένη εγκυμοσύνη: οι γυναίκες που τεκνοποιούν μετά τα 35
διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο του μαστού από
αυτές που τεκνοποιούν στην ηλικία των 25.
· Διατροφή: υπάρχουν ενδείξεις ότι συγκεκριμένοι διατροφικοί
παράγοντες είναι δυνατό να αυξήσουν ή να μειώσουν τον κίνδυνο
εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Έτσι η αυξημένη πρόσληψη λιπών και
το αλκοόλ αυξάνουν τον
κίνδυνο ενώ κάποιες βιταμίνες και
ιχνοστοιχεία (σελήνιο, βιταμίνες Α, C, Ε)
πιθανά να δρουν προστατευτικά.
· Ακτινοβολία: η έκθεση των μαστών στην ιονίζουσα ακτινοβολία στην
νεαρή ηλικία θεωρείται ότι μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρκίνου.
Οι συμβατικές ακτινογραφίες που γίνονται για διαγνωστικούς σκοπούς,
περιέχουν ελάχιστη δόση ακτινοβολίας και δεν εγκυμονούν κινδύνους.
Η ετήσια μαστογραφία στα πλαίσια προληπτικού ελέγχου, είναι ασφαλής
εφόσον πραγματοποιείται μετά την ηλικία των 40 ετών.
Με ποια συμπτώματα εμφανίζεται ο καρκίνος του μαστού;
Επειδή η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί την καλύτερη θεραπεία, είναι απαραίτητο η κάθε γυναίκα να γνωρίζει τα σημεία που μπορεί να υποκρύπτουν τη νόσο.
Τα κυριότερα σημεία και συμπτώματα του πρώιμου καρκίνου του
μαστού είναι:
· Ψηλαφητό μόρφωμα στο μαστό ή τη μασχάλη
· Πάχυνση του δέρματος του μαστού
· Πόνος ή δυσφορία
· Οίδημα ή/και ερυθρότητα του δέρματος. Το δέρμα του μαστού είναι
δυνατό να δίνει την εικόνα φλούδας πορτοκαλιού.
· Εσολκή της θηλής
· Έκκριμα (συνήθως αιμορραγικό) από τη θηλή
Οι περισσότερες γυναίκες με καρκίνο του μαστού αντιλαμβάνονται μόνες τους ένα από τα παραπάνω σημεία και αναζητούν ιατρική συμβουλή. Εντούτοις στο 25% των περιπτώσεων δεν υπάρχει κανένα σύμπτωμα και η διάγνωση αποτελεί τυχαίο εύρημα κατά τη διάρκεια μαστογραφίας. Σε προχωρημένες καταστάσεις είναι δυνατόν να προέχουν τα συμπτώματα από τις μεταστάσεις, όπως πόνος στα οστά, επίμονος βήχας ή δύσπνοια.
Ποιες εξετάσεις χρειάζονται για να τεθεί η διάγνωση;
Εφόσον υπάρχουν ενδείξεις από την κλινική εξέταση των μαστών, το επόμενο βήμα είναι η εργαστηριακή επιβεβαίωση. Η πλέον αποτελεσματική και εύχρηστη μέθοδος είναι η μαστογραφία. Αυτή είναι δυνατό να καταδείξει το μέγεθος της βλάβης και τη σύστασή της. Εάν η βλάβη έχει χαρακτήρες κύστης χρήσιμη εξέταση είναι και το υπερηχογράφημα των μαστών.
Αυτό ενδείκνυται κυρίως σε γυναίκες ηλικίας κάτω των 30 χρονών, σε γυναίκες που θηλάζουν ή κατά τη διάρκεια της κύησης, ή σε ιδιαίτερα επώδυνους μαστούς. Εφόσον τα ακτινολογικά ευρήματα είναι ενδεικτικά ή ύποπτα για κακοήθεια, ακολουθεί βιοψία της βλάβης και ιστολογική εξέταση.
Η βιοψία μπορεί να γίνει είτε στο χειρουργείο, οπότε και αφαιρείται ένα μικρό τμήμα του όγκου και αποστέλλεται για έλεγχο στο παθολογοανατομικό εργαστήριο, είτε με τη βοήθεια λεπτής βελόνας υπό ακτινολογική καθοδήγηση.
Εφόσον η βιοψία είναι θετική για καρκίνο τι ακολουθεί;
Εφόσον από την ιστολογική εξέταση διαπιστωθεί ότι πρόκειται για υλικό με χαρακτήρες κακοήθειας, είναι απαραίτητο η ασθενής να εισαχθεί σε χειρουργική κλινική, προκειμένου να υποβληθεί σε χειρουργική εξαίρεση του όγκου. Συνήθως προηγείται σειρά εργαστηριακών εξετάσεων προκειμένου να διαπιστωθεί η έκταση της νόσου. Οι εξετάσεις αυτές περιλαμβάνουν λεπτομερή αιματολογικό και βιοχημικό έλεγχο, αξονική τομογραφία θώρακα και κοιλιάς και ίσως σπινθηρογράφημα οστών.
Αν ο όγκος κριθεί εξαιρέσιμος, ακολουθεί η χειρουργική αφαίρεσή του. Ανάλογα με το μέγεθος, τον ιστολογικό χαρακτήρα και την επέκταση του όγκου στα παρακείμενα όργανα, καθώς και την ηλικία και την γενική κατάσταση υγείας της ασθενούς, αποφασίζεται το είδος της χειρουργικής τεχνικής που θα εφαρμοσθεί.
Οι χειρουργικές τεχνικές που εφαρμόζονται στον καρκίνο του μαστού, διακρίνονται στις “συντηρητικές” όπου αφαιρείται μόνο ο όγκος (ογκεκτομή) ή το τεταρτημόριο του μαστού που περιέχει τον όγκο (τεταρτεκτομή) και τις ριζικές όπου αφαιρείται ολόκληρος ο μαστός και οι πέριξ ιστοί.
Παράλληλα αφαιρούνται λεμφαδένες από τη μασχάλη, προκειμένου να διαπιστωθεί αν έχουν προσβληθεί από το νεόπλασμα. Με τη βελτίωση των χειρουργικών τεχνικών, αναμένεται γρήγορη αποκατάσταση η οποία ακόμη και στις εκτεταμένες επεμβάσεις, δεν υπερβαίνει τις 30 με 40 ημέρες.
Μετά τη χειρουργική επέμβαση και αφού εκτιμηθούν όλα τα ευρήματα, είναι δυνατό να ακολουθήσει χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία. Η θεραπεία αυτή είναι συμπληρωματική στη χειρουργική επέμβαση, προκειμένου να μειωθούν οι πιθανότητες υποτροπής της νόσου.
Η χημειοθεραπεία αφορά τη χορήγηση κυτταροτοξικών φαρμάκων με σκοπό την εξάλειψη των νεοπλασματικών κυττάρων, που έχουν διαφύγει από την περιοχή του όγκου. Εκτελείται σε οργανωμένα ογκολογικά τμήματα από ειδικευμένο προσωπικό.
Η χορήγηση των φαρμάκων γίνεται ενδοφλέβια, συνήθως διαρκεί λίγες ώρες, επαναλαμβάνεται σε τακτικά χρονικά διαστήματα (συνήθως κάθε 1-3 εβδομάδες) και η συνολική διάρκεια της κυμαίνεται από 3-6 μήνες. Η ορμονοθεραπεία αφορά τη χορήγηση ορμονικών σκευασμάτων που έχουν σαν σκοπό την αναστολή του πολλαπλασιασμού των νεοπλασματικών κυττάρων.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο καρκίνος του μαστού επηρεάζεται από τις ορμόνες της αναπαραγωγής. Αν λοιπόν κατασταλεί η παραγωγή τους ή αδρανοποιηθούν από ανταγωνιστικά φάρμακα, τα καρκινικά κύτταρα δεν θα είναι σε θέση να πολλαπλασιασθούν. Τα ορμονικά σκευάσματα δίνονται είτε με τη μορφή ενέσεων που γίνονται μια φορά το μήνα ή με τη μορφή χαπιών (ένα χάπι καθημερινά για τουλάχιστον 5 χρόνια).
Η ακτινοθεραπεία εκτελείται καθημερινά και διαρκεί συνολικά 4-6 εβδομάδες. Όλες οι συμπληρωματικές θεραπευτικές προσεγγίσεις είναι δυνατό να εφαρμοσθούν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό. Για παράδειγμα, είναι πιθανό μετά τη χειρουργική εξαίρεση του όγκου να ακολουθήσει συμπληρωματική χημειοθεραπεία για έξι μήνες και στη συνέχεια ακτινοθεραπεία για 6 εβδομάδες και ορμονοθεραπεία για 5 έως 10 χρόνια.
Κάθε πότε πρέπει να ελέγχονται οι ασθενείς αφού ολοκληρώσουν τη θεραπεία;
Αφού ολοκληρωθεί η θεραπεία, οι ασθενείς ελέγχονται ανά εξάμηνο για τα πρώτα δύο χρόνια και κάθε χρόνο στη συνέχεια. Ο έλεγχος περιλαμβάνει καλή κλινική εξέταση, αιματολογικές και βιοχημικές εξετάσεις, ακτινογραφία θώρακα, υπερηχογράφημα κοιλιάς και ίσως αξονική τομογραφία ή σπινθηρογράφημα οστών.
Εννοείται πως κάθε γυναίκα οφείλει μόνη της να εξετάζει τους μαστούς της μια φορά το μήνα και να υποβάλλεται κάθε χρόνο σε προληπτική μαστογραφία. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατό οποιαδήποτε υποτροπή της νόσου να γίνει έγκαιρα αντιληπτή, ώστε να ακολουθήσει και η ανάλογη αντιμετώπιση.
Διαβάστε επίσης
- Το φυλλικό οξύ προστατεύει από τον καρκίνο του παχέος εντέρου
- Ο χρόνος έκθεσης στον ήλιο παράγοντας κινδύνου για καρκίνο
- Γονίδιο τριπλασιάζει τον κίνδυνο για καρκίνο του πνεύμονα σε καπνιστές
- Υψηλά ποσοστά θανάτων από καρκίνο και καρδιαγγειακά στην Καβάλα
- Εκστρατεία ενημέρωσης για τον καρκίνο του μαστού
Απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων το 1991. Ειδίκευση στην Παθολογία στην Α’ Παθολογική Κλινική του Α.Π.Θ. Μετεκπαίδευση στην Κλινική Ογκολογία. Δίπλωμα στον Ιατρικό Βελονισμό από το European Centre for Peace and Development των Ηνωμένων Εθνών. Γραμματέας της Ιατρικής Εταιρείας Βελονισμού Βόρειας Ελλάδας και εκπρόσωπός της στο Διεθνές Συμβούλιο Ιατρικού Βελονισμού (ICMART).