Σε σύγχρονη “επιδημία” τείνουν να εξελιχθούν οι πολύδυμες κυήσεις. Η εντυπωσιακή πρόοδος των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και η ολοένα συχνότερη εφαρμογή τους σε νέα ζευγάρια έχει εκτινάξει τον αριθμό των πολύδυμων κυήσεων, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την υγεία των παιδιών και της μητέρας.
Σύμφωνα με ευρήματα επιστημονικής μελέτης, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα, τα παιδιά που γεννιούνται με εξωσωματική γονιμοποίηση διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο να εκδηλώσουν συγγενείς ανωμαλίες σε όργανα όπως δυσμορφίες και προβλήματα στην καρδιά και τους νεφρούς.
Σε κίνδυνο βρίσκεται και η υγεία της μητέρας, καθώς η πολυδυμία έχει επιβαρυντική επίδραση, αυξάνοντας τη συχνότητα προεκλαμψίας, εκλαμψίας, υπέρτασης της κύησης και αιμορραγίας μετά τον τοκετό.
Οι επισημάνσεις αυτές έγιναν σε συνέντευξη Τύπου από τον Καθηγητή Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών & νέο Πρόεδρο της Ε.Π.Ε., κ. Ανδρέα Κωνσταντόπουλο με αφορμή το 40ο Πανελλήνιο Παιδιατρικό Συνέδριο, το οποίο διοργανώνει η Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία στη Θεσσαλονίκη (21 – 23 Ιουνίου 2002).
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η γυναίκα είναι προγραμματισμένη για ωορρηξία ενός ωαρίου, κύηση με ένα έμβρυο και για τη φροντίδα ενός νεογνού. Η φυσική συχνότητα πολύδυμων κυήσεων είναι 1 προς 90 για τη διδυμία, 1 προς 8.100 για την τριδυμία, 1 προς 729.000 για την τετραδυμία και 1 προς 65.610.000 για την πενταδυμία.
Την τελευταία 15ετία, όμως, το αναπαραγωγικό πρόβλημα του ζευγαριού ή η αυξημένη ηλικία της γυναίκας κατά την πρώτη κύηση, οδηγεί σε μείωση της αναπαραγωγικής ικανότητας, η οποία αντιμετωπίζεται με τις διάφορες μεθόδους υποβοήθησης της αναπαραγωγής. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνεται η εξωσωματική γονιμοποίηση, η οποία χρησιμοποιείται από το 90% των περιπτώσεων.
Με τη χρήση των συγκεκριμένων μεθόδων, παρατηρήθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 70 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 90 αύξηση των διδύμων κατά 1,5 φορά, των τριδύμων κατά 5,35 φορές των τετράδυμων κατά 10,1 φορές και των πενταδύμων κατά 5,5 φορές, λόγω του μεγάλου αριθμού μεταφερόμενων εμβρύων (3 έως 5).
Η πολυδυμία, ωστόσο, οδηγεί στη μείωση της μέσης διάρκειας κύησης στα δίδυμα (34,6 εβδομάδες), όπως και στα τρίδυμα (29,7 εβδομάδες) και μεγαλύτερη ακόμη στα τετράδυμα και πεντάδυμα (μικρότερη από 28 εβδομάδες).
Η πλέον δυσάρεστη επίπτωση των πολύδυμων κυήσεων είναι η αύξηση της νεογνικής θνησιμότητας σε σχέση με τις μονόδυμες. Μελέτες που έγιναν στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες έδειξαν ότι ο κίνδυνος στα μονόδυμα είναι 7,8 τοις χιλίοις, στα δίδυμα 55,9 τοις χιλίοις, ενώ στα τρίδυμα και πλέον ο κίνδυνος φτάνει ή ξεπερνά το 169 τοις χιλίοις.
Ανάλογα αυξάνεται και ο κίνδυνος εγκεφαλικής παράλυσης, ο οποίος είναι μόλις 1,6 – 2,3 τοις χιλίοις στα μονόδυμα, 7,3 – 12,6 στα δίδυμα, 27,9 – 44,8 τοις χιλίοις στα τρίδυμα.
Επιπλέον, στις πολύδυμες κυήσεις μπορούν να εμφανιστούν προβλήματα που αφορούν αποκλειστικά αυτές, όπως το σύνδρομο μετάγγισης μεταξύ διδύμων, το σύνδρομο της αυτόματης μείωσης ή σύνδρομο εξαφανιζόμενου διδύμου, το σύνδρομο της ακαρδίας ή η εμφάνιση σιαμαίων διδύμων.
Η πολυδυμία – εξήγησαν οι παιδίατροι – έχει επιπτώσεις και στην υγεία της μητέρας, με αποτέλεσμα η θνησιμότητα της επίτοκης να είναι περίπου 5 στις 100.000, ενώ στις πολύδυμες κυήσεις η αναλογία αυτή φτάνει το 10 – 15 ανά 100.000 επίτοκες.
Για να ανακοπεί η «επιδημία» των πολύδυμων κυήσεων, οι επιστήμονες προτείνουν να γίνεται προσπάθεια μεταφοράς ενός μόνον εμβρύου, με επανειλημμένες μεταφορές και χρήση κατεψυγμένων – αποψυγμένων εμβρύων.
Επίσης, η μεταφορά δύο εμβρύων να χρησιμοποιείται μόνο σε γυναίκες χαμηλού κινδύνου για πολυδυμία, ενώ τα αποτελέσματα επιτυχίας των κέντρων υποβοήθησης αναπαραγωγής να παρουσιάζεται ως “αριθμός νεογνών ανά μεταφερόμενα έμβρυα”, αντί του χρησιμοποιούμενου “συχνότητα κύησης ανά θεραπευτικό κύκλο”.
Επιμέλεια σύνταξης ειδήσεων σχετικών με την Υγεία (Νέα από την Ελλάδα και τον Κόσμο) για το site Care.gr.