Εμβόλιο λύσσας

Το εμβόλιο HDCV (Human Diploid Cell Vaccine) είναι ένα εμβόλιο από εξασθενημένο ιό λύσσας που προφυλάσσει από την μόλυνση από τον ιό της λύσσας.

Μορφές

Στην Ευρώπη το εμβόλιο περιέχει το στέλεχος Wistar Rabies PH/Wi 38-1503-3 MC (Vaccin Rabique Merieux), ενώ ΗΠΑ το στέλεχος Pitman Moore του ιού της λύσσας (Imovax Rabies και Imovax Rabies ID) ή το στέλεχος Kissling (RVA Rabies Vaccine Adsorbed).

Ενδείξεις

Για προφύλαξη από τη λύσσα, το εμβόλιο γίνεται είτε πριν (προφυλακτικό εμβόλιο) είτε μετά (εμβόλιο επώασης) από υποτιθέμενη έκθεση στον ιό. To HDCV χορηγείται μόνο πριν την έκθεση στον ιό.

Προφυλακτικό εμβόλιο συνιστάται να γίνεται:
1. σε άτομα υψηλού κινδύνου, όπως είναι οι κτηνοτρόφοι, οι κρεοπώλες, οι μεταφορείς κρεάτων, οι κτηνίατροι οι κυνηγοί
2. σε άτομα που εργάζονται σε εργαστήρια που ασχολούνται με τη διάγνωση της λύσσας
3. σε άτομα που ταξιδεύουν σε χώρες όπου η λύσσα ενδημεί.

Αντενδείξεις

Ουσιαστική αντένδειξη εμβολιασμού δεν υπάρχει. Οι τοπικές και οι ελαφρές συστηματικές αντιδράσεις δεν αποτελούν αιτία διακοπής του εμβολιασμού. Ακόμη και οι βαριές συστηματικές αντιδράσεις μπορεί να παραβλεφθούν αν ο κίνδυνος να εμφανισθεί λύσσα είναι υπαρκτός.

Δοσολογία – Τρόπος χορήγησης

Το εμβόλιο HDCV χορηγείται ενδομυϊκά ή υποδόρια, ενώ τo Imovax Rabies ID χορηγείται ενδοδερμικά.
Γίνονται 3 ενδομυικές δόσεις του 1 ml ή 3 ενδοδερμικές δόσεις του 0,1 ml τις μέρες Ο, 7, 21 ή 28.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Α) Τοπικές: Είναι συχνές (30-75%) και περιλαμβάνουν πόνο, ερυθρότητα, οίδημα και κνησμό.
Β) Συστηματικές: είναι συνήθως ελαφρές και περιλαμβάνουν κεφαλαλγία, ζάλη, ναυτία, κοιλιακά άλγη και μυαλγίες. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να προκληθούν βλάβες του κεντρικού και περιφερικού νευρικού συστήματος. Λιγότερο σπάνιες είναι αλλεργικές αντιδράσεις αμέσου και επιβραδυνομένου τύπου που παρουσιάζονται μετά τις επαναληπτικές δόσεις του εμβολίου που ακολουθούν το αρχικό σχήμα.

Μορφές – Συσκευασία

Το εμβόλιο HDCV κυκλοφορεί σε λυόφιλη μορφή και διαλύεται σε 1 ml διαλυτικού μέσου, ενώ τo Imovax Rabies ID διαλύεται σε 0,1 ml διαλυτικού μέσου. Το εμβόλιο δεν περιέχει συντηρητικά και γι’ αυτό πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως μετά τη διάλυσή του. To RVA Rabies Vaccine Adsorbed (προσροφημένο εμβόλιο) κυκλοφορεί σε υγρή μορφή.

Παρατηρήσεις

· Μετά από τον αρχικό εμβολιασμό αναπτύσσονται, την 7η-10η μέρα, εξουδετερωτικά αντισώματα που φθάνουν σε προστατευτικά επίπεδα τη 2η-4η εβδομάδα. Τα αντισώματα αυτά παραμένουν σε προστατευτικά επίπεδα για 2 ή περισσότερα χρόνια.

· Η προφύλαξη μετά από ενδεχόμενη έκθεση σε ιό της λύσσας περιλαμβάνει τα εξής μέτρα:
1. Επιμελή καθαρισμό της βλάβης με άφθονο νερό και σαπούνι που περιορίζει σημαντικά την πιθανότητα νόσησης.
2. Εμβολιασμό που γίνεται ενδομυϊκά σε δόσεις του 1 ml τις μέρες Ο, 3, 7, 14, 28 και 30.
3. Χορήγηση ανθρώπινης υπεράνοσης γ-σφαιρίνης σε δόση 20 IU εξουδετερωτικών αντισωμάτων ανά κιλό βάρους σώματος ή στην περίπτωση που αυτή δεν υπάρχει, ίππειας υπεράνοσης γ-σφαιρίνης σε δόση 40IU ανά κιλό βάρους σώματος κατά προτίμηση την 1η μέρα και το αργότερο μέχρι και την 7η μέρα από την πιθανολογούμενη επαφή με τον ιό. Η μισή περίπου χορηγείται στην περιοχή γύρω από την ύποπτη πληγή, ενώ η υπόλοιπη χορηγείται ενδομυϊκά στο δελτοειδή μυ ή την έξω επιφάνεια του μηρού. Η υπεράνοση ίππεια γ-σφαιρίνη μπορεί σπάνια να προκαλέσει ορονοσία και αναφυλακτικού τύπου αντίδραση. Η γ-σφαιρίνη πρέπει να γίνεται με ξεχωριστή σύριγγα και σε άλλη θέση από το εμβόλιο. Το εμβόλιο και η υπεράνοση γ-σφαιρίνη πρέπει να γίνονται ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα που έχει περάσει από την πιθανολογούμενη επαφή με τον ιό.

· Οταν ένα παιδί πιθανολογείται ότι έχει έλθει σε επαφή με τον ιό της λύσσας θα πρέπει να ερευνάται:
1. Εάν το παιδί έχει εμβολιασθεί στο παρελθόν ή όχι. Στην περίπτωση που έχει εμβολιασθεί με εμβόλιο τύπου HDCV, ανεξάρτητα από το πότε αυτό έγινε, γίνονται 2 αναμνηστικές δόσεις, τις μέρες 0 και 3. Το ίδιο γίνεται αν το εμβόλιο που είχε γίνει ήταν άλλου τύπου, αλλά είχε ελεγχθεί η αντισωματική απάντηση και είχε βρεθεί ικανοποιητική. Στις περιπτώσεις αυτές δεν χρειάζεται να χορηγηθεί υπεράνοση γ-σφαιρίνη.
2. Εάν το ζώο είναι γνωστό ή όχι. Στην περίπτωση που δεν είναι γνωστό, το παιδί υποβάλλεται σε προληπτική θεραπεία, ενώ όταν είναι γνωστό ελέγχεται αν το ζώο έχει εμβολιασθεί (με δύο δόσεις). Το ανεμβολίαστο ζώο, παρακολουθείται για 10 μέρες και αν εμφανίσει ύποπτη κλινική εικόνα, θανατώνεται και ο εγκέφαλός του εξετάζεται παθολογοανατομικά. Στην περίπτωση αυτή το παιδί αρχίζει προληπτική θεραπεία που διακόπτεται μόνο αν η παθολογοανατομική εξέταση του εγκεφάλου του ζώου αποβεί αρνητική.
3. Το είδος της επαφής με το ζώο (δάγκωμα, αμυχή, εκδορά, γλύψιμο προϋπάρχουσας ανοικτής βλάβης δέρματος-βλεννογόνων). Βλάβη άλλη εκτός από δάγκωμα σπάνια μπορεί να προκαλέσει λύσσα.

· Αν κάποιο ζώο έρθει σε τυχαία επαφή με εξασθενημένο ιό λύσσας εμβολίου δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος και συνεπώς δεν χρειάζεται οποιαδήποτε θεραπεία.

Διαβάστε επίσης