Σύντομη περιγραφή – ορισμός
Λοίμωξη που προσβάλλει το ήπαρ και οφείλεται στον ιό της ηπατίτιδας C (HCV).
Παθογένεια
– Αιτία είναι ο ιός της ηπατίτιδας C, ένας RNA ιός, που
παλαιότερα χαρακτηριζόταν μη-Α, μη-Β, και ευθύνεται για την
πλειοψηφία της ηπατίτιδας από μετάγγιση
αίματος.
– Ο χρόνος επώασης είναι το χρονικό διάστημα από τη μόλυνση έως την
εκδήλωση των συμπτωμάτων. Το διάστημα αυτό για την ηπατίτιδα C είναι
από 6-7 εβδομάδες.
– Η ηπατίτιδα C συχνά
δεν εμφανίζει συμπτώματα και σε μεγάλο ποσοστό (50-75%) μεταπίπτει
σε χρόνια μορφή. Είναι λοιπόν κατ’ εξοχήν χρόνια νόσος και
σχετίζεται με ανάπτυξη κίρρωσης του ήπατος και ηπατοκυτταρικού
καρκίνου.
Τρόποι μετάδοσης
– Παρεντερική οδός, δηλαδή μετάδοση του ιού μέσω μολυσμένου αίματος η παραγώγων του , είναι ο κύριος τρόπος μετάδοσης. Η ηπατίτιδα C ευθύνεται για το 90% των περιπτώσεων ηπατίτιδας από μετάγγιση αίματος. Αντίθετα, το 4% των περιπτώσεων ηπατίτιδας C οφείλεται σε μετάγγιση, ενώ το 50% σχετίζετια με χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών από μολυσμένες σύριγγες. Τρυπήματα η τραυματισμοί ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού από μολυσμένες βελόνες η χειρουργικά εργαλεία, είναι δυνατόν να προκαλέσουν μετάδοση της νόσου.
– Σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη με πάσχον άτομο.
– “Κάθετη” μετάδοση, δηλαδή μετάδοση από πάσχουσα έγκυο στο νεογνό.
Οι δύο τελευταίοι τρόποι μετάδοσης της ηπατίτιδας C είναι πολυ πιο σπάνιοι σε σχέση με την ηπατίτιδα Β.
Πρόληψη
– Ο κίνδυνος μετάδοσης της ηπατίτιδας C με μετάγγιση έχει μειωθεί σημαντικά με τον έλεγχο των αιμοδοτών. Πριν μια δεκαετία ο κίνδυνος αυτός ήταν 10%, ενώ σήμερα είναι περίπου 0,1%. Σε κάθε περίπτωση πάντως πρέπει να αποφεύγονται άσκοπες μεταγγίσεις. Επίσης πρέπει να τονισθεί ότι ασθενείς με ηπατίτιδα C απαγορεύεται να γίνονται δότες αίματος, ιστών, οργάνων η σπέρματος.
– Ασφαλής σεξουαλική επαφή με χρήση προφυλακτικού πρέπει να γίνεται σε περιπτώσεις μη μονογαμικής σχέσης η σε περίπτωση που ο σύντροφος πάσχει από ηπατίτιδα C.
– Απαγορεύεται η χρήση κοινών ξυραφιών και οδοντόβουρτσας πασχόντων από ηπατίτιδα C με άτομα που συγκατοικούν.
– Δεν πρέπει να γίνεται κοινή χρήση συριγγών από χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών.
– Απαιτείται μεγάλη προσοχή από το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό στη χρήση υλικών για αποφυγή τρυπήματος η τραυματισμού με μολυσμένα εργαλεία. Επιβάλλεται η χρήση γαντιών. Απαγορεύεται η επανατοποθέτηση του καλύμματος στις χρησιμοποιημένες βελόνες.
– Η εγκυμοσύνη δεν αντενδείκνυται στις γυναίκες που έχουν μολυνθεί με τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV). Η περιγεννητική μετάδοση συμβαίνει σε λιγότερο από 6% των περιπτώσεων. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι ο θηλασμός επιτρέπει τη μετάδοση του ιού και επομένως θεωρείται ασφαλής. Τα βρέφη που έχουν μητέρες θετικές για ηπατίτιδα C πρέπει να ελέγχονται σε ηλικία ενός έτους για την ύπαρξη αντισωμάτων.
– Η χορήγηση γ-σφαιρίνης δεν είναι αποτελεσματική για την ηπατίτιδα C.
– Εμβόλιο δυστυχώς δεν υπάρχει.
Κλινική εικόνα
Ένα μεγάλο ποσοστό, ίσως η πλειοψηφία των πασχόντων δεν εμφανίζει συμπτώματα και η μόλυνση είναι υποκλινική η εμφανίζει ήπια συμπτώματα, μη ειδικά, όπως: ανορεξία, καταβολή, αδιαθεσία, πυρετό, εξάνθημα, εμέτους, κ.λ.π.
Οι τρείς φάσεις που παρατηρούνται στην οξεία ηπατίτιδα Β και Α,
δεν είναι πάντα εμφανείς στην ηπατίτιδα C.
Οι φάσεις αυτές είναι:
1. Πρόδρομη φάση, με τα γενικά συμτώματα που αναφέρθηκαν
παραπάνω.
2. Ικτερική φάση, με υπέρχρωση ούρων (σαν κονιάκ), αποχρωματισμός
κοπράνων (σαν στόκος) και ίκτερος: κίτρινο χρώμα δέρματος και
σκληρών χιτώνων ματιού, που οφείλεται στη μεγάλη αύξηση της
χολερυθρίνης.
3. Φάση ανάρρωσης.
– Πρέπει να τονισθεί ότι συνήθως (50-75%), η ηπατίτιδα C εμφανίζεται με τη χρόνια μορφή που προδιαθέτει σε ανάπτυξη κίρρωσης του ήπατος και ηπατοκυτταρικού καρκίνου.
– Ορισμένες παθήσεις “ανοσολογικής” φύσης συνοδεύουν την
εμφάνιση της ηπατίτιδας C, όπως:
* Ιδιοπαθής μικτή κρυοσφαιριναιμία
* Σπειραματονεφρίτιδα
* Αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα
* Ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση
* Δερματική πορφύρα
Διάγνωση
– Οι τιμές των τρανσαμινασών είναι αυξημένες, αλλά όχι στα επίεπεδα τηης οξείας ηπατίτιδας Β.
– Αύξηση της χολερυθρίνης, αλκαλικής φωφατάσης, χολερυθρίνης ούρων σητν οξεία προσβολή.
– Η χρόνια ηπατίτιδα C εμφανίζει συνήθως μόνο μικρές αυξήσεις στις τιμές των τρανσαμινασών.
– Η δάγνωση γίνεται με ανίχνευση αντισωμάτων έναντι του ιού της ηπατίτιδας C στον ορό. Επειδή όμως αυτά αργούν να εμφανιστούν, η μη ανεύρεσή τους, δεν σημαίνει απαραίτητα και απουσία νόσου.
– Τα αντισώματα αυτά δεν είναι προστατευτικά. Δεν παρέχουν δηλαδή ανοσία.
– ΄Αλλες μέθοδοι ανίχνευσης του γενετικού υλικού του ιού (PCR) στο αίμα, η σε υλικό βιοψίας έχουν αρχίσει ήδη να χρησιμοποιούνται.
Αντιμετώπιση
– Επειδή πρόκειται συνήθως για χρόνια νόσο, προέχει η έγκαιρη διάγνωση και η διενεργεια βιοψίας ήπατος, ώστε να διαπιστωθεί αν χρειάζεται να υποβληθεί ο ασθενής σε θεραπεία με ιντερφερόνη η άλλα φάρμακα.
– Σε περίπτωση οξείας προσβολής η αντιμετώπιση περιλαμβάνει υποστηρικτική αγωγή με ελαφρά δίαιτα, αποφυγή σωματικής κόπωσης και ανάπαυση.
Διαβάστε επίσης
- Ηπατίτιδα Α, πολύ διαφορετική από την Β
- Αυξημένες τρανσαμινάσες. Τι μπορεί να σημαίνουν;
- Τι είναι η ιντερφερόνη;
- Εμβολιασμός για ηπατίτιδα Α και ταξίδια υψηλού κινδύνου
- Υποχρεωτικό το εμβόλιο για ηπατίτιδα Β στα νεογέννητα στις ΗΠΑ
Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, απ’ όπου αποφοίτησε το 1990. Ειδικεύτηκε στην Παθολογία, στη Θεραπευτική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Νοσοκομείου “Αλεξάνδρα”. Ασκεί την Παθολογία στον Πειραιά, όπου διατηρεί Παθολογικό ιατρείο.