Oι ασθενείς επιθυμούν να έχουν ένα γιατρό, που θα τους μιλά, θα ακούει αυτά που θέλουν να του πουν και θα τους συμβουλεύει και όχι που θα τους συνταγογραφεί απλά κάποια φάρμακα. Αυτό είναι ένα από τα κυριότερα συμπεράσματα μιας μελέτης, που πραγματοποιήθηκε από το πανεπιστημίου του Southampton σε τρεις χειρουργικές κλινικές στο Hampshire και το Wiltshire και στην οποία συμμετείχαν 800 ασθενείς.
Σύμφωνα με τις απαντήσεις των ασθενών, σε ερωτηματολόγια σχετικά με το τι επιθυμούν περισσότερο από τον γιατρό τους, η επικοινωνία ήταν το πρώτιστο ενδιαφέρον των ασθενών, καθώς το 90% αυτών ήθελαν από το γιατρό να ακούσει τις ανησυχίες τους.
Ενα παρόμοιο ποσοστό ήθελε να δημιουργήσει ένα είδος συνεργασίας με το γιατρό, ώστε να έχει την αίσθηση ότι έχει άποψη και λόγο σχετικά με την κατάσταση της υγείας του και με τον τρόπο αποκατάστασής της. Μόνο ένα μικρό ποσοστό (25%), επιθυμούσε μόνο μία συνταγογράφηση και ένα 60% ήθελε μία εξέταση.
Ο Δρ. Paul Little, γιατρός από το Romsey του Hampshire και λέκτορας του Southampton University, ο οποίος ήταν επικεφαλής της έρευνας, ανέφερε ότι του έκανε μεγάλη εντύπωση και έκπληξη το πόσο οι ασθενείς επιθυμούν να συμμετέχουν στη διαμόρφωση του σχεδίου θεραπείας τους.
Ωστόσο όπως αναφέρει, οι περισσότεροι γιατροί δεν λαμβάνουν πάρα πολύ υπόψη αυτή την προσέγγιση, όταν χορηγούν τις συμβουλές τους. Ο ίδιος θεωρεί σημαντική τη συμμετοχή του ασθενή, γιατί εάν οι ασθενείς δεν νιώθουν ότι συμμετέχουν, τότε μπορεί να μη καταλάβουν το πρόγραμμα της θεραπείας που τους έχει χορηγηθεί, ή να μη κατορθώσουν να συμμορφωθούν με αυτό.
Οι ασθενείς θέλουν οι ιδέες τους, σχετικά με τα προβλήματά τους και σχετικά με τη θεραπεία τους να εκφράζονται και να συζητιούνται. Επίσης οι ασθενείς θέλουν οι γιατροί να λαμβάνουν υπόψη και να υπολογίζουν την ποιότητα ζωής τους και τα ψυχολογικά τους προβλήματα.
Ο Δρ Little συμπληρώνει ότι ένας γιατρός θα έπρεπε να ρωτά τους ασθενείς εάν τους απασχολεί ιδιαίτερα η ιδέα ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτούς, ή εάν είχαν διαβάσει τίποτα που να κίνησε το ενδιαφέρον τους σχετικά με κάποια συγκεκριμένη θεραπεία, προκειμένου να τους συμπεριλάβει περισσότερο στη διαδικασία του ιατρικού συμβουλίου.
Η έρευνα που δημοσιεύθηκε στο British Medical Journal έδειξε ότι ορισμένοι ασθενείς εξέφραζαν την ιδιαίτερη ανάγκη να έχει ο γιατρός τους την ικανότητα να επικοινωνεί μαζί τους. Εκείνοι που ήταν ασθενείς και ανήσυχοι, εκείνοι που παρακολουθούνται τακτικά (που συχνά εμφανίζουν άγχος ή κατάθλιψη) και εκείνοι που δεν έχουν έμμισθη εργασία, είναι οι ομάδες, που εξέφρασαν μεγαλύτερη επιθυμία ο γιατρός τους να είναι καλός ακροατής και να έχει την δυνατότητα να επικοινωνεί μαζί τους.
Οι μεσήλικες ασθενείς εκφράζουν μεγάλη επιθυμία για επικοινωνία με το γιατρό τους, ενώ οι μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς λιγότερο, καθώς αυτοί ζητούν πιο συχνά συνταγογράφηση. Εκείνοι που επιθυμούν μία εξέταση είναι πιο πιθανό να έχουν τελειώσει την εκπαίδευσή τους στα 16 τους χρόνια και να ανησυχούν για την υγεία τους.
Η προσέγγιση που έχει επίκεντρο τον ασθενή καλύπτει έξι τομείς, συζήτηση με αυτούς για την αρρώστεια τους, συζήτηση σχετικά με το πόσο αυτή επηρρεάζει τον άνθρωπο, αναζήτηση κοινών βάσεων, και προαγωγή υγείας και προαγωγή της σχέσεως γιατρού-ασθενή. Τέλος ο Δρ. George Rae, μέλος της επιτροπής του British Medical Association’s GPs’, δήλωσε ότι οι γιατροί επιθυμούν να ακούν περισσότερο τους ασθενείς τους, αλλά δυστυχώς δεν έχουν το χρόνο. Και συμπληρώνει ότι Δεκαπέντε λεπτά αρκούν για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού.
Διαβάστε επίσης
- Παπαδόπουλος: Ανάγκη αναβάθμισης της Δημόσιας Υγείας
- Επιτακτική η ανάγκη ενημέρωσης για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης
- ΕΕΣ: Εχουν ανάγκη την βοήθεια μας
- Ποιός φοβάται το Γιατρό του ΙΚΑ;
- Σημίτης: Ανάγκη για ασφαλή τρόφιμα
Επιμέλεια σύνταξης ειδήσεων σχετικών με την Υγεία (Νέα από την Ελλάδα και τον Κόσμο) για το site Care.gr.