ΒΡΟΓΧΙΚΟ ΑΣΘΜΑ

Σύντομη περιγραφή – ορισμός

Το βρογχικό άσθμα είναι η πνευμονική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από στένωση των αεροφόρων οδών η οποία αναστρέφεται αυτόματα ή μετά από κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.

Επιδημιολογικά δεδομένα

Το βρογχικό άσθμα αποτελεί συχνή πάθηση του αναπνευστικού συστήματος. Η συχνότητά της στο γενικό πληθυσμό κυμαίνεται στο 5-10%. Εντούτοις η έρευνα έχει αποδείξει ότι η επίπτωση της νόσου αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια σε όλες τις ηλικίες. Στις ΗΠΑ ο αριθμός των νέων περιστατικών αυξήθηκε κατά 75% μεταξύ του 1980 και 1995 παράλληλα με τις άλλες παθήσεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, γεγονός που αποδίδεται στην δυσμενή επίδραση των περιβαλλοντικών παραγόντων. Περίπου το 50% των περιστατικών αφορούν παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών, ενώ στο σύνολο των περιστατικών το 80% αφορά άτομα ηλικίας κάτω των 40 ετών. Πριν την ηλικία των 14 ετών η νόσος είναι δύο φορές συχνότερη στα αγόρια, ενώ μετά την εφηβεία φαίνεται ότι τα περισσότερα κρούσματα αφορούν γυναίκες.

Παθοφυσιολογικές διαταραχές

Στο βρογχικό άσθμα φαίνεται ότι δύο κύριες παθοφυσιολογικές διαταραχές λαμβάνουν χώρα: η υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών και η φλεγμονώδης αποφρακτική διαταραχή.
Η υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών υποδηλώνει αυξημένη ετοιμότητα των λείων μυϊκών ινών του τραχειοβρογχικού να απαντούν με σπασμό σε διάφορα εισπνεόμενα αλλεργιογόνα ή άλλα ερεθίσματα.
Στην φλεγμονώδη αποφρακτική φάση, οι βρόγχοι διηθούνται από φλεγμονώδη κύτταρα με αποτέλεσμα τη σύσπαση των λειών μυϊκών ινών, οίδημα του βεννογόνου και έκκριση ιξώδους βλέννας. Η αλληλουχία αυτών των γεγονότων προκαλεί τη δύσπνοια, τον εκπνευστικό συριγμό, την παράταση της εκπνοής και την απόχρεμψη.

Ο ρόλος της αλλεργίας στο βρογχικό άσθμα

Η σχέση αλλεργίας και βρογχικού άσθματος πολύ συχνά υπερεκτιμάται τόσο από τους γιατρούς, όσο και από τους ασθενείς. Είναι γεγονός πως το 80% των ασθενών που πάσχουν από βρογχικό άσθμα, παρουσιάζουν θετικές δερματικές δοκιμασίες σε κοινά αλλεργιογόνα. Εντούτοις, ούτε όλοι ασθενείς με αλλεργία παρουσιάζουν βρογχικό άσθμα, αλλά ούτε και όλοι οι ασθματικοί εμφανίζουν κλινικά αλλεργικές εκδηλώσεις. Έτσι λοιπόν, η αλληλουχία των γεγονότων που οδηγεί στην υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών και την φλεγμονώδη αντίδραση, εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο έρευνας. Η εισπνοή ενός αλλεργιογόνου από έναν ευαισθητοποιημένο ασθενή, προκαλεί έναν καταρράκτη αντιδράσεων που οδηγεί τελικά στη στένωση των αεραγωγών και την εκδήλωση των συμπτωμάτων του βρογχικού άσθματος. Στην σειρά αυτή των γεγονότων περιλαμβάνεται η αναγνώριση του αλλεργιογόνου από μια υποομάδα των λευκών αιμοσφαιρίων, τα βοηθητικά Τ-λεμφοκύτταρα. Αυτά εκλύουν τις λεμφοκίνες (ιντερλευκίνες – ιντερφερόνες), που είναι ουσίες με ισχυρή φλεγμονώδη δράση, οι οποίες με τη σειρά τους προάγουν την ωρίμανση και δραστηριοποίηση άλλων κυττάρων όπως τα ηωσινόφιλα, τα ουδετερόφιλα και τα μακροφάγα. Στη συνέχεια αυτά εκλύουν άλλες διάμεσες ουσίες, οι οποίες προκαλούν το οίδημα του βλεννογόνου, το σπασμό των λειών μυϊκών ινών και τελικά την απόφραξη των αεραγωγών.

Αίτια

Οι ακριβείς μηχανισμοί που προκαλούν τον παροξυσμό του βρογχικού άσθματος είναι πολύπλοκοι και διαφέρουν τόσο μεταξύ των ασθενών, όσο και στον ίδιο τον ασθενή.

Κοινά αλλεργιογόνα
Ένας παροξυσμός βρογχικού άσθματος μπορεί να εκλυθεί από την εισπνοή αλλεργιογόνων που βρίσκονται στο περιβάλλον. Τέτοια είναι:
1. Η σκόνη και τα ακάρεα του σπιτιού. Η ανάπτυξή τους ευνοείται από της συνθήκες του οικιακού χώρου και βρίσκονται πολύ συχνά στα στρώματα, στα μαξιλάρια και στα κλινοσκεπάσματα.
2. Οι γύρεις. Εδώ και έναν αιώνα περίπου είναι γνωστό ότι, οι γύρεις αυτοφυών φυτών και δέντρων είναι δυνατό να προκαλέσουν παροξυσμό βρογχικού άσθματος. Οι παροξυσμοί αυτοί έχουν εποχιακή κατανομή, που συμπίπτει με την ανθοφορία των φυτών. Οι κυριότερες γύρεις που ενοχοποιούνται στη χώρα μας είναι των αγρωστωδών (καλλιεργούμενων όπως των σιτηρών ή αυτοφυών), ορισμένων θαμνωδών φυτών (περδικάκι, αψιθιά, λουβουδιά) και δέντρων (ελιές, λεύκες, πλατανιές, βελανιδιές, κυπαρίσσια).
3. Μύκητες. Η ανάπτυξή τους ευνοείται από τις υψηλές θερμοκρασίες και τη χαμηλή υγρασία. Έτσι προκαλούν παροξυσμούς βρογχικού άσθματος ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες.
4. Ζωικά αλλεργιογόνα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται οι τρίχες, τα επιθήλια και τα εκκρίματα ζώων. Είναι ευρύτατα διαδεδομένα στο περιβάλλον ατόμων που φιλοξενούν κατοικίδια ζώα.

Ερεθιστικές ουσίες
Ατμοσφαιρικοί ρύποι που βρίσκονται στο περιβάλλον, είναι δυνατό να προκαλέσουν παροξυσμό βρογχικού άσθματος σε προδιατεθειμένους ασθενείς. Τέτοιες ουσίες είναι τα οξείδια που απελευθερώνονται από τις μηχανές των αυτοκινήτων ή από τις βιομηχανίες (διοξείδιο του αζώτου, διοξείδιο του θείου). Ακόμη και η παθητική έκθεση στον καπνό του τσιγάρου, έχει διαπιστωθεί ότι διπλασιάζει την συχνότητα των επισκέψεων στα επείγοντα των νοσοκομείων, λόγω παροξυσμών βρογχικού άσθματος.

Τροφικά αλλεργιογόνα
Αν και το 67% των ασθματικών θεωρούν ότι τα συμπτώματά τους επιδεινώνονται με τη λήψη συγκεκριμένων τροφών, μόνο στο 5% των περιπτώσεων αυτό μπορεί να τεκμηριωθεί με ακρίβεια. Οι τροφές που ενοχοποιούνται συχνότερα είναι το αυγό, το γάλα, το κακάο, το σιτάρι, η ντομάτα και οι ξηροί καρποί.

Επαγγελματικά αλλεργιογόνα
Υπολογίζεται ότι το 20% των περιπτώσεων βρογχικού άσθματος που εμφανίζεται στην ενήλικη ζωή, οφείλεται σε επαγγελματική έκθεση σε ερεθιστικές ουσίες. Το επαγγελματικό βρογχικό άσθμα αναγνωρίζεται σήμερα ως νοσολογική οντότητα. Η εκδήλωση των συμπτωμάτων μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιας έκθεσης σε μια ερεθιστική ουσία, ή αιφνίδιας έκθεσης σε υψηλές πυκνότητες του υπεύθυνου χημικού παράγοντα.

Γενετικοί παράγοντες
Το 30% των ατόμων που πάσχουν από βρογχικό άσθμα, έχουν τουλάχιστον έναν συγγενή πρώτου βαθμού με την ίδια νόσο. Όταν και οι δυο γονείς πάσχουν, οι πιθανότητα το παιδί τους να εμφανίσει βρογχικό άσθμα είναι 6 φορές μεγαλύτερη, από ότι αν έπασχε μόνο ο ένας γονέας. Φαίνεται λοιπόν πως οι γενετικοί παράγοντες συμμετέχουν ενεργά, στην πρόκληση της νόσου.

Λοιμώξεις
Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος και ιδιαίτερα αυτές που προκαλούνται από Χλαμύδια, Μυκόπλασμα, αδενοϊούς και τον ιό του αναπνευστικού συγκυτίου, αποτελούν συχνό παράγοντα πρόκλησης παροξυσμών και έξαρσης του βρογχικού άσθματος.

Ορμονικοί παράγοντες
Περίπου το 40% των γυναικών που πάσχουν από βρογχικό άσθμα, συσχετίζουν τη βαρύτητα των συμπτωμάτων τους με τις ημέρες του καταμήνιου κύκλου. Σε αυτές τις γυναίκες, τα συμπτώματα επιδεινώνονται τις τρεις τελευταίες και τις τέσσερις πρώτες ημέρες από την έμμηνο ρύση, γεγονός που καταδεικνύει πιθανά τη σχέση που έχει το βρογχικό άσθμα, με τις μεταβολές των ορμονών. Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που λαμβάνουν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, ο κίνδυνος εμφάνισης βρογχικού άσθματος είναι διπλάσιος.

Κόπωση
Περίπου 40-90% των ατόμων που πάσχουν από βρογχικό άσθμα και βρίσκονται ανεκτή κατάσταση από άποψη συμπτωμάτων, μετά την σωματική κόπωση εμφανίζει επιδείνωση με βήχα, δύσπνοια και εκπνευστικό συριγμό. Εντούτοις πολλά άτομα, ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας, 3-7 λεπτά μετά από έντονη σωματική κόπωση εμφανίζει έντονο ασθματικό παροξυσμό, κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως “μετά κόπωση άσθμα” και αποτελεί ιδιαίτερη μορφή της νόσου. Τα άτομα αυτά είναι δυνατό να μην έχουν κανένα άλλο σύμπτωμα της νόσου στη φάση της ηρεμίας και να μην εμφανίζουν παροξυσμό από άλλους γνωστούς εκλυτικούς παράγοντες. Ο ασθματικός παροξυσμός που εκλύεται μετά από κόπωση, συνήθως υφίεται αυτόματα μετά από λίγα λεπτά και δεν απαιτεί ιδιαίτερη νοσηλεία.

Φάρμακα
Διάφορα φάρμακα είναι δυνατό να προκαλέσουν παροξυσμό βρογχικού άσθματος ή να επιδεινώσουν συμπτώματα που ήδη προϋπάρχουν. Τυπικά παραδείγματα αποτελούν η ασπιρίνη και τα υπόλοιπα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, καθώς και οι β-αποκλειστές.

Ψυχολογικοί παράγοντες
Διάφοροι συναισθηματικοί παράγοντες είναι δυνατό να συμβάλλουν στις εκδηλώσεις του βρογχικού άσθματος. Αν και δεν είναι γνωστός ο ακριβής μηχανισμός που επιδεινώνει τα συμπτώματα, εντούτοις θεωρείται πιθανή η συμβολή του αυτόνομου νευρικού συστήματος, μέσω του πνευμονογαστρικού νεύρου, στην αύξηση του τόνου των λείων μυϊκών ινών των αεραγωγών και την πρόκληση του βρογχόσπασμου.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα της νόσου εμφανίζονται συνήθως προοδευτικά, μέσα σε ώρες ή ημέρες από την έκθεση στον εκλυτικό παράγοντα. Πολύ συχνά συνδυάζονται με συμπτώματα από το ανώτερο αναπνευστικό όπως φτάρνισμα, ρινική καταρροή και ρινική συμφόρηση. Οι παροξυσμοί συνήθως εμφανίζονται τις νυκτερινές ώρες και ιδιαίτερα μεταξύ 2 και 4 πμ. Τα κλασσικά συμπτώματα του βρογχικού άσθματος περιλαμβάνουν συσφιγκτικό άλγος στο θώρακα, δύσπνοια, εκπνευστικό συριγμό, παροξυσμικό βήχα και παχύρρευστη απόχρεμψη. Η βαρύτητα των συμπτωμάτων ποικίλλει από άτομο σε άτομο, αλλά και στον ίδιο τον ασθενή και κυμαίνεται από τον παροξυσμικό ξηρό βήχα ιδιαίτερα τις πρώτες πρωινές ώρες, έως την έντονη δύσπνοια με την εργώδη αναπνοή και την κυάνωση.

Κλινικά ευρήματα

Τα ευρήματα από την κλινική εξέταση εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία, ανάλογα με τη βαρύτητα του παροξυσμού. Στην τυπική μορφή, διαπιστώνεται κατά την ακρόαση των πνευμόνων εκπνευστικός συριγμός, παράταση της εκπνοής και παρουσία διάσπαρτων ξηρών ρόγχων. Ο ασθενής συνήθως βρίσκεται σε καθιστή θέση και εμφανίζει ταχύπνοια, διεύρυνση των μεσοπλευρίων διαστημάτων, εισολκή των υπερκλειδίων βόθρων και σύσπαση των μυών του τραχήλου, λόγω της εργώδους αναπνοής.

Εργαστηριακά ευρήματα

Οι αιματολογικές και βιοχημικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια ενός παροξυσμού βρογχικού άσθματος, συνήθως δεν αποκαλύπτουν παθολογικά ευρήματα και χρησιμεύουν μόνο για τον αποκλεισμό άλλων παθήσεων ή για τη διαπίστωση ταυτόχρονης συνύπαρξης και άλλης παθολογικής οντότητας. Η ακτινογραφία θώρακα βοηθά σημαντικά στη διαφορική διάγνωση της νόσου και στον αποκλεισμό άλλων πνευμονικών παθήσεων με παρόμοια συμπτωματολογία. Η ανάλυση των αερίων αίματος κατά την οξεία φάση της νόσου, βοηθάει στην εκτίμηση της βαρύτητας της νόσου. Η ανεύρεση υψηλών επιπέδων της ολικής ανοσοσφαιρίνης Ε, ελέγχει γενικά την αλλεργική προδιάθεση ενός ατόμου. Η ανίχνευση ειδικών ανοσοσφαιρινών στο αίμα (δοκιμασίες RAST), είναι δυνατό να καταδείξει την παρουσία ευαισθησίας σε συγκεκριμένα αλλεργιογόνα. Η ευαισθησία αυτή μπορεί να καταδειχθεί επίσης και με τις δερματικές δοκιμασίες, κατά τις οποίες μικρή ποσότητα ενός αλλεργιογόνου χορηγείται στο δέρμα και εκτιμάται η τοπική αντίδραση.

Σπιρομέτρηση

Η μελέτη της αναπνευστικής λειτουργίας αποτελεί βασικό στοιχείο της διερεύνησης και της εκτίμησης της βαρύτητας του βρογχικού άσθματος. Κατά τη διάρκεια παροξυσμού της νόσου, παρατηρείται ελάττωση του βίαιου εκπνευστικού όγκου σε 1 δευτερόλεπτο (FEV1) καθώς και του ρυθμού της μέγιστης εκπνευστικής ροής (PEFR). Η ελάττωση των παραπάνω τιμών είναι ανάλογη της βαρύτητας της βρογχικής στένωσης. Κατά τη φάση της ηρεμίας, η σπιρομέτρηση μπορεί να είναι φυσιολογική ή να καταδείξει ελάττωση της ροής του αέρα στις μικρές αεροφόρες οδούς, με τον προσδιορισμό της μέγιστης μεσοεκπνευστικής ροής (FEF25-75).

Βασικές αρχές στη φαρμακευτική θεραπεία του βρογχικού άσθματος

Το βρογχικό άσθμα αποτελεί μια χρόνια πάθηση αν και μπορεί να υπάρξουν μεγάλες περίοδοι πλήρους ύφεσης των συμπτωμάτων. Ο ασθενής και το περιβάλλον του οφείλουν να κατανοήσουν τις βασικές παθοφυσιολογικές διαταραχές της νόσου, να μάθουν να αναγνωρίζουν έγκαιρα τα συμπτώματα και να χρησιμοποιούν ορθά τα αντιασθματικά φάρμακα. Η θεραπεία του βρογχικού άσθματος περιλαμβάνει δύο μεγάλες κατηγορίες φαρμάκων: τα βρογχοδιασταλτικά και τα αντιφλεγμονώδη.

Τα βρογχοδιασταλτικά φάρμακα έχουν την ικανότητα να προκαλούν χάλαση των λείων μυϊκών ινών των βρόγχων, διανοίγοντας τους στενωμένους αεραγωγούς και προσφέρουν ταχύτατη συμπτωματική ανακούφιση. Στα βρογχοδιασταλτικά φάρμακα υπάγονται οι β2-διεγέρτες, οι αντιχολινεργικοί παράγοντες (ιπρατρόπιο) και η θεοφυλλίνη. Μπορούν να χορηγηθούν ανεξάρτητα ή σε συνδυασμό, ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους στον έλεγχο των συμπτωμάτων του κάθε ασθενή. Με εξαίρεση τη θεοφυλλίνη που χορηγείται από το στόμα, τα υπόλοιπα βρογχοδιασταλτικά λαμβάνονται κύρια με τη μορφή εισπνοών. Εισπνεόμενα τα φάρμακα αυτά, δρουν αποκλειστικά στους βρόγχους και μειώνονται οι ανεπιθύμητες ενέργειες που συνεπάγεται η συστηματική τους δράση. Οι κύριες ανεπιθύμητες ενέργειες των βρογχοδιασταλτικών φαρμάκων είναι η ταχυκαρδία, η ανησυχία, ο τρόμος και η κεφαλαλγία.

Τα κορτικοστεροειδή αποτελούν ισχυρά αντιφλεγμονώδη φάρμακα που αναστέλλουν την παραγωγή ουσιών όπως οι πρσταγλανδίνες που θεωρούνται υπεύθυνες σε ένα βαθμό για την απόφραξη των βρόγχων και την πρόκληση των συμπτωμάτων στους ασθενείς με βρογχικό άσθμα. Τα κορτικοειδή μπορούν να χορηγηθούν είτε παρεντερικά, είτε από το στόμα, είτε σε εισπνοές. Σε σοβαρούς παροξυσμούς της νόσου προτιμάται η παρεντερική χορήγηση των κορτικοστεροειδών ή η από του στόματος λήψη τους, για μικρό όμως χρονικό διάστημα. Η χορήγησή τους από την εισπνευστική οδό έχει ελαχιστοποιήσει τις παρενέργειές τους και μπορεί να εφαρμοσθεί με ασφάλεια στη μακροχρόνια αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του βρογχικού άσθματος. Τελευταία εισήχθη στη θεραπευτική αντιμετώπιση του άσθματος μια νέα ομάδα αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, οι αναστολείς των λευκοτριενίων. Τα φάρμακα αυτά λαμβάνονται από το στόμα και μπορούν να μειώσουν τις ανάγκες σε εισπνεόμενα κορτικοειδή, χωρίς ιδιαίτερες ανεπιθύμητες ενέργειες.

Στην κατηγορία των αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ανήκουν και δύο φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη των παροξυσμών της νόσου: το χρωμογλυκικό νάτριο και η νεδοχρωμίλη. Τα φάρμακα αυτά δρουν στην κυταρρική μεμβράνη εμποδίζοντας την απελευθέρωση μεσολαβητικών ουσίων. Χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από την εισπνευστική οδό κυρίως στα παιδιά και τα νεαρά άτομα.

Διαβάστε επίσης