Sexting στην εφηβεία: γιατί οι έφηβοι καταφεύγουν σε αυτόν τον τρόπο “φλερτ”, πώς συνδέεται με την πορνογραφία, ποιες οι επιπτώσεις στα θύματα και ποιος ο ρόλος του σχολείου.
Η λέξη «Διαδίκτυο» προέρχεται από τις εξής λέξεις: Διασύνδεση Δικτύων. Αναφέρεται σε ένα σύνολο υπολογιστών, αλλά και δικτύων που συνδέονται μεταξύ τους σε ένα παγκόσμιο δίκτυο, έτσι ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να επικοινωνούν, καθώς επίσης και να μοιράζονται πληροφορίες. Ο αγγλικός όρος «Internet» προέρχεται από τις λέξεις International Network, το οποίο και σημαίνει Διεθνές Δίκτυο Υπολογιστών (Παπαφίλα, 2019).
Το διαδίκτυο φαίνεται να έχει παρομοιαστεί με μια «υπερλεωφόρο πληροφοριών». Σε καθημερινή βάση, παρατηρείται να διακινείται πλήθος δεδομένων με οποιαδήποτε μορφή, δηλαδή κείμενα, εικόνες, ήχοι, μουσική, βίντεο, φέρνοντας με αυτόν τον τρόπο στην οθόνη του υπολογιστή του εκάστοτε πολίτη έναν πολύ μεγάλο αριθμό ψηφιακών πηγών πληροφόρησης (Hertlein & Piercy, 2006).
Ωστόσο, το διαδίκτυο είναι ένας χώρος-θα λέγαμε πως πρόκειται για μια παγκόσμια κοινωνία της πληροφορίας–, όπου φαίνεται να είναι αρκετά δύσκολο-ίσως και ακατόρθωτο- να καταφέρει κάποιος να ελέγξει επιτυχώς την ποιότητα, την εγκυρότητα, αλλά και την καταλληλότητα των πληροφοριών που φτάνουν στον υπολογιστή του καθενός μας. Με άλλα λόγια, λοιπόν, είναι καθήκον του εκάστοτε πολίτη, μικρότερου και μεγαλύτερου σε ηλικία, να ενημερώνεται καθημερινά και συνεχώς για τους κινδύνους που κρύβει το διαδίκτυο, καθώς και για τους φορείς που μπορούν να γίνουν αρωγός στην προστασία του εαυτού του, έτσι ώστε να είναι σε θέση να «σερφάρει» με μεγαλύτερη ασφάλεια στο ίντερνετ (Hertlein & Piercy, 2006).
Κίνδυνοι Διαδικτύου
Το διαδίκτυο χαρακτηρίζεται μία από τις πιο σημαντικές εφευρέσεις του ανθρώπου. Αυτό συμβαίνει, διότι δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να μπορεί να εντοπίζει αυτό που αναζητά ταχύτερα, αλλά και να μπορεί να επιλέγει αυτό που του ταιριάζει καλύτερα, καθώς του προσφέρει πληθώρα πληροφοριών από διαφορετικές πηγές. Ωστόσο, εκτός από τα θετικά στοιχεία του διαδικτύου, δε θα πρέπει να ξεχνάει κανείς πως το ίντερνετ μπορεί να γίνει εύκολα και πηγή διαστρέβλωσης και παραποίησης των πληροφοριών ή οπτικού και ακουστικού υλικού που μπορούν να διαρρεύσουν με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Κίνδυνοι που οφείλονται στο διαδίκτυο και είναι μεγίστης σημασίας είναι οι εξής: ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός, η διαδικτυακή αποπλάνηση, το κακόβουλο λογισμικό, η ενοχλητική αλληλογραφία, η καταπάτηση των προσωπικών δεδομένων εξαιτίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και ο εθισμός στο διαδίκτυο, κίνδυνοι που θα αναπτυχθούν αναλυτικότερα παρακάτω (Garcia, 2014).
Ηλεκτρονικός Εκφοβισμός
Ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός, ευρέως γνωστός υπό τον όρο cyberbullying, αποτελεί μία από τις μορφές που συνιστούν τον όρο-ομπρέλα «σχολικός εκφοβισμός». Ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός ορίζεται ως ο εκφοβισμός που διαπράττεται μέσω ηλεκτρονικών μέσων, όπως το κινητό ή ο υπολογιστής με τη χρήση του διαδικτύου (Olweus, 2012). Σύμφωνα με έρευνες, ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός φαίνεται να είναι συχνό φαινόμενο και να έχει αυξηθεί δραματικά με το πέρασμα των χρόνων, δημιουργώντας έτσι νέα θύματα και θύτες, οι οποίοι προστέθηκαν στα ήδη υπάρχοντα θύματα και θύτες του «παραδοσιακού» εκφοβισμού.
Η Willard (2007) περιγράφει τον ηλεκτρονικό εκφοβισμό ως το να είναι κανείς σκληρός απέναντι σε άλλους στέλνοντας ή ποστάροντας επιβλαβές υλικό ή συμμετέχοντας σε άλλες μορφές κοινωνικής επιθετικότητας χρησιμοποιώντας το ίντερνετ ή άλλες ψηφιακές τεχνολογίες. Η ίδια διέκρινε οκτώ διαφορετικούς τύπους ηλεκτρονικού εκφοβισμού:
- «Φλεγόμενος»: διαδικτυακές διαμάχες χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά μηνύματα με εξαγριωμένη και χυδαία γλώσσα
- «Παρενόχληση»: επαναλαμβανόμενη αποστολή δυσάρεστων, κακών και προσβλητικών μηνυμάτων
- «Δυσφήμηση»: «διαφωνία» με κάποιον, αποστολή ή δημοσίευση κουτσομπολιών ή φημών σχετικά με ένα άτομο με σκοπό να καταστρέψει την φήμη του ή τις φιλίες του
- «Μίμηση»: το να προσποιείσαι ότι είσαι κάποιος άλλος και να στέλνεις ή να δημοσιεύεις υλικό για να βάλεις ένα άτομο σε μπελάδες ή για να καταστρέψεις τη φήμη ή τις φιλίες του ατόμου αυτού
- «Βγάζω προς τα έξω»: το μοίρασμα μυστικών κάποιου ή ντροπιαστικών πληροφοριών ή εικόνων διαδικτυακά
- «Απάτη»: το να πείθεις κάποιον να αποκαλύψει μυστικά ή ντροπιαστικές πληροφορίες ή φωτογραφίες διαδικτυακά
- «Αποκλεισμός»: ο εκ προθέσεως και σκληρός αποκλεισμός κάποιου από μία διαδικτυακή ομάδα
- «Cyberstalking»: επαναλαμβανόμενη, έντονη παρενόχληση και δυσφήμηση που περιλαμβάνει απειλές ή δημιουργεί αξιοσημείωτο φόβο.
Ο Goodstein (2008) δήλωνε ότι ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός έχει εκδημοκρατίσει τον παραδοσιακό εκφοβισμό επειδή δεν είμαστε ικανοί να ακινητοποιήσουμε σωματικά το θύμα μας· ένα άτομο μπορεί απλά να συνδεθεί, να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα και να εκφοβίζει από μακριά. Αντί να υπάρχουν, δηλαδή, ψίθυροι πίσω από τις πλάτες των εφήβων, οι προσβολές δημοσιεύονται για να μπορεί ο καθένας να τις διαβάσει.
Ηλεκτρονική Αποπλάνηση
Το διαδίκτυο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, θεωρείται πλέον το ιδανικότερο περιβάλλον για παιδιά και εφήβους με σκοπό την ανάπτυξη κοινωνικών επαφών, την ανακάλυψη νέων πραγμάτων, αλλά και την ενίσχυση μιας αίσθησης δημιουργικότητας. Ωστόσο, οι διαδικτυακοί «φίλοι» μπορεί να μην είναι τελικά εκείνοι που υποστηρίζουν ότι είναι, και αυτό αποτελεί ένα σημείο που πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους, και ιδιαίτερα από παιδιά σχολικής και εφηβικής ηλικίας.
Η διαδικτυακή αποπλάνηση (ο αγγλικός όρος grooming) συμβαίνει όταν ένας ενήλικας έρχεται σε επαφή μέσω του διαδικτύου είτε με ένα παιδί είτε με έναν έφηβο αποσκοπώντας να τους συναντήσει από κοντά και να τους εκμεταλλευτεί. Η αποπλάνηση μέσω διαδικτύου μπορεί να πραγματοποιηθεί από άτομα (τους ονομαζόμενους «groomers») που προσποιούνται ότι είναι συνομήλικοι με τα παιδιά, δημιουργώντας ψεύτικα προφίλ, ενώ γνωρίζουν να χειρίζονται ψυχολογικά και συναισθηματικά τους εφήβους, με στόχο να εξασφαλίσουν τη δημιουργία ενός οικείου και εμπιστευτικού κλίματος. Η αποπλάνηση αυτή μπορεί να λάβει χώρα σε όλους τους ιστοχώρους, που θεωρούνται δημοφιλείς σε παιδιά και εφήβους, όπως είναι τα διαδικτυακά παιχνίδια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (πχ facebook) και τα δωμάτια συνομιλίας (chat rooms). Παρόλα αυτά, η ηλεκτρονική αποπλάνηση θεωρείται έγκλημα που τιμωρείται αυστηρά σε όλες τις χώρες της Ευρώπης (Davidson & Gottschalk, 2011).
Κακόβουλο λογισμικό
Το κακόβουλο ή επιβλαβές λογισμικό (ο αγγλικός όρος malware) συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην ασφάλεια των Πληροφοριακών Συστημάτων. Είθισται το λογισμικό αυτό να χαρακτηρίζεται ως κακόβουλο, καθώς οι εντολές που «λαμβάνει» βάσει των προθέσεων του προγραμματιστή, αποσκοπούν στη βλάβη ενός υπολογιστικού συστήματος.
Το επιβλαβές λογισμικό διακρίνεται σε δύο βασικές κατηγορίες· σε αυτό που έχει ανάγκη από ένα πρόγραμμα «ξενιστή» και σε αυτό που φαίνεται να μην χρειάζεται «ξενιστή», οπότε και μπορεί να εκτελεστεί από μόνο του, όπως κάθε άλλο πρόγραμμα. Μία ακόμη διττή διάκριση του κακόβουλου λογισμικού μπορεί να είναι η εξής: α) το ιομορφικό λογισμικό, στο οποίο ανήκουν προγράμματα που δύνανται να αναπαράγονται από μόνα τους και β) το μη ιομορφικό λογισμικό, όπου τα προγράμματα δεν μπορούν να αναπαραχθούν χωρίς την συνδρομή του ανθρώπινου παράγοντα.
Το κακόβουλο λογισμικό δύναται να λάβει τέσσερις βασικές μορφές. Η πρώτη είναι ο ιός (virus) που έχει τη δυνατότητα να εξαπλώνεται πολύ εύκολα σε χρήσιμα προγράμματα ενός ξένου υπολογιστή με σκοπό να βλάψει ή ακόμα και να καταστρέψει χρήσιμα αρχεία ενός χρήστη και συνιστά μία από τις πιο γνωστές μορφές επιβλαβούς λογισμικού. Η επόμενη μορφή που μπορεί να λάβει το κακόβουλο λογισμικό είναι εκείνη του Trojan («Δούρειος Ίππος»), που χρησιμοποιεί το στοιχείο της αποπλάνησης. Ένα ακόμη είδος επιβλαβούς λογισμικού αποτελεί και το λεγόμενο Worm («σκουλήκι») το οποίο έχει τη δυνατότητα άμεσης μετάδοσης με την χρήση κάποιας δικτυακής υποδομής (πχ τοπικά δίκτυα ή μέσω email). Τέλος, το Rootkit, άλλη μία μορφή κακόβολου λογισμικού, έχει την ιδιαιτερότητα ότι μπορεί να κρύβει κάποια επιβλαβή προγράμματα, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να γίνονται ορατά από το λογισμικό ασφαλείας.
Ενοχλητική αλληλογραφία (Spam)
Η ενοχλητική αλληλογραφία, γνωστή με τους αγγλικούς όρους spam ή junk mail, συνιστά μηνύματα με ενοχλητικό ή και πολλές φορές δυσάρεστο για τον παραλήπτη περιεχόμενο. Στην αλληλογραφία αυτή συγκαταλέγονται ανεπιθύμητες διαφημίσεις για προϊόντα, υπηρεσίες και ιστοχώρους, καθώς επίσης και διάφοροι άλλοι τύποι email.
Τα συγκεκριμένα μηνύματα αποτελούν μία πρακτική που απαγορεύεται από τη δεοντολογία του διαδικτύου, αλλά και από τις νομοθεσίες των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό συμβαίνει γιατί τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων των χρηστών του ίντερνετ, ενώ κινδυνεύει παράλληλα και η ασφάλεια των δικτύων.
Social Media & Προσωπικά δεδομένα
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γνωστά ευρέως και ως social media, είναι ιστοσελίδες και εφαρμογές τα οποία είναι σχεδιασμένα να επιτρέπουν στους ανθρώπους να μοιράζονται εύκολα υλικό, αποτελεσματικά και σε πραγματικό χρόνο. Ενώ πολλοί άνθρωποι έχουν πρόσβαση στα social media μέσω εφαρμογών των κινητών, αυτό το εργαλείο επικοινωνίας ξεκίνησε με υπολογιστές, κι έτσι τα social media μπορούν να αναφερθούν σε κάθε διαδικτυακό επικοινωνιακό εργαλείο που επιτρέπει στους χρήστες να μοιραστούν ευρέως περιεχόμενο και να αλληλεπιδράσουν με το κοινό.
Έτσι, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι κάθε ψηφιακό εργαλείο που επιτρέπει να δημιουργούν και να μοιράζονται υλικό (οπτικό, ακουστικό, κα) γρήγορα με το κοινό. Κάποια, όπως το Twitter, εξειδικεύονται στο μοίρασμα συνδέσμων και στα σύντομα γραπτά μηνύματα. Άλλα, όπως το TikTok και το Instagram, έχουν δημιουργηθεί για να βελτιστοποιήσουν το διαμοίρασμα φωτογραφιών και βίντεο (Carr & Hayes, 2015).
Τα προσωπικά δεδομένα αναφέρονται σε πληροφορίες που αφορούν ένα άτομο και οδηγούν στην ταυτοποίησή του. Παραδείγματα προσωπικών δεδομένων αποτελούν το όνομα και το επώνυμο, η διεύθυνση κατοικίας, η ηλεκτρονική διεύθυνση. Τα προσωπικά δεδομένα αποκαλύπτονται και επεξεργάζονται μέσα από μια σειρά ενεργειών στο διαδίκτυο. Με το πέρασμα του χρόνου, λοιπόν, και σε καθημερινή βάση, πλέον, τα προσωπικά δεδομένα, έπαψαν να είναι τόσο προσωπικά, διότι με την χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, άτομα, γνωστά ή μη, είχαν πρόσβαση στα δηλωμένα δεδομένα κάποιου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αληθή ή ψευδή. Ωστόσο, υπάρχει κίνδυνος τα προσωπικά δεδομένα χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να παραποιηθούν από ανθρώπους με κακόβουλες προθέσεις (Ryz & Grest, 2016).
Εθισμός στο διαδίκτυο
Η χρήση του διαδικτύου έχει αυξηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Αυτό συμβαίνει ίσως γιατί το διαδίκτυο προσφέρει άμεση πρόσβαση στην ενημέρωση καθώς και στην αναζήτηση πληροφοριών, παρέχει πληθώρα γνώσεων, εκμηδενίζει τις αποστάσεις, συμβάλλει στη μάθηση, στην εκπαίδευση και στην εργασία. Συνεισφέρει, παράλληλα, στην ψυχαγωγία, τη διασκέδαση και την επικοινωνία των ανθρώπων. Η χρήση του διαδικτύου μπορεί να είναι τυπική με θετικά σημεία, η υπερβολική χρήση, όμως, οδηγεί στην κατάχρηση, την εξάρτηση και τον εθισμό (Παπαδανιήλ, 2018).
Η πρώτη διάγνωση για τη διαταραχή του εθισμού στο διαδίκτυο περιγράφηκε από τον Goldberg (1995) και βασιζόταν στην ύπαρξη τριών συμπτωμάτων ανοχής και αποχής για τουλάχιστον έναν χρόνο, όπως η ψυχοκινητική διέγερση (πχ τρόμος, ρίγη, ναυτία, πονοκέφαλος, κα), άγχος και αστάθεια στη διάθεση, έντονες σκέψεις γύρω από το διαδίκτυο, λαχτάρα και επιμονή με το σερφάρισμα στο ίντερνετ, παραβιάζοντας ατομικές και κοινωνικές πτυχές της ψυχολογικής ζωής (Ferraro, Caci, D’ amico & Blasi, 2007). Ο Griffths (1990) θεωρεί ότι ο εθισμός στο διαδίκτυο χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως η συμπεριφορική κυριαρχία, η αλλαγή διάθεσης, η ανοχή, η απόχη και οι συγκρούσεις. Άτομα που εμφανίζονται ως ιδιαίτερα ευαίσθητα στην ανάπτυξη εθισμού στο διαδίκτυο, δεν είναι σε θέση να ανεχτούν το υπαρξιακό αίσθημα κενού και την απογοήτευση των προσωπικών αναγκών. Αυτά τα χαρακτηριστικά οδηγούν τους ανθρώπους να ανακαλύψουν το διαδίκτυο ως ένα «διανοητικό καταφύγιο», έναν εικονικό χώρο που απαλλάσσονται οι ατομικές ανησυχίες και απογοητεύσεις (Ferraro, Caci, D’ amico & Blasi, 2007).
Εξαιτίας του εθισμού στο διαδίκτυο, μικροί και μεγάλοι που υποφέρουν από τη συγκεκριμένη διαταραχή, εμφανίζουν μείωση στις ώρες ύπνου και ξεκούρασης, αλλά και στον χρόνο που αφιερώνουν στην οικογένειά τους, ενώ τα παιδιά μικρότερης ηλικίας αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στο διάβασμά τους, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν χαμηλή σχολική επίδοση. Επιπτώσεις εμφανίζονται και στην κοινωνική τους συναναστροφή, ενώ αυξάνεται η επιθετικότητα και η παρορμητικότητα των ατόμων, καθώς επίσης αρχίζουν να αισθάνονται ολοένα και περισσότερη μοναξιά. Χάνεται το ενδιαφέρον για αθλητικές δραστηριότητες και χόμπι, υιοθετώντας, με αυτόν τον τρόπο, το πρότυπο της καθιστικής ζωής. Ωστόσο, εμφανίζουν έντονο άγχος, ενώ αυξάνονται την ίδια στιγμή και οι πιθανότητες εμφάνισης καταθλιπτικής διάθεσης (Καραπέτσας, Φώτης & Ζυγούρης, 2012).
Εφηβεία και Χρήση Διαδικτύου
Η εφηβεία έχει χαρακτηριστεί ως μία μεταβατική περίοδος ήδη από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα (Hall) και φαίνεται πως καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό εύρος. Πολλοί επιστήμονες, προβληματισμένοι με την προηγούμενη αναφορά, άρχισαν να αναφέρονται σε υποστάδια. Έτσι διέκριναν την εφηβεία σε τρία στάδια· την πρώιμη, τη μέση και την ύστερη εφηβεία, ενώ έχει γίνει λόγος και για την «αναδυόμενη ενηλικίωση». Η ήβη φαίνεται πως εμφανίζεται πλέον όλο και νωρίτερα, ενώ και οι έφηβοι αποδείχθηκε ότι ωριμάζουν σε μικρότερη ηλικία. Το στάδιο της εφηβείας αρχίζει σήμερα για ορισμένους σε ηλικία περίπου 9 ή 10 ετών και συνεχίζεται για πολλούς πολύ μετά τα 21α τους γενέθλια (Colen, 2011).
Γενικότερα, η εφηβεία έχει οριστεί ως η εξελικτική διεργασία στη ζωή του ανθρώπου, που αρχίζει βιολογικά με τις μεταβολές της φυσιολογίας της ήβης και τελειώνει ψυχολογικά με την απόκτηση της ταυτότητας του εαυτού και του φύλου, καθώς και του αισθήματος της ανεξαρτησίας και σηματοδοτεί την ενηλικίωσή του. Αντιμετωπίζεται, έτσι, ως το σύνολο των ψυχολογικών αναπτυξιακών διαδικασιών που συνδέονται με τις ωριμοποιητικές μεταβολές της ήβης, διαμέσου των συγκεκριμένων ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών. Δεν είναι λίγες οι περιγραφές των συμπτωμάτων της εφηβείας που τα ταυτίζουν με αυτά που ταιριάζουν στην περιγραφή ενός καταθλιπτικού επεισοδίου (Λαζαράτου & Αναγνωστόπουλος, 2001).
Εφηβεία και Αυτοαντίληψη
Η εφηβεία χαρακτηρίζεται ως μια περίοδος αλλαγής, αλλά, ταυτόχρονα, και σταθεροποίησης σχετικά με την έννοια του εαυτού. Είναι ένα διάστημα κατά το οποίο το άτομο αγωνίζεται να προσδιορίσει την ακριβή φύση του εαυτού του και να παγιώσει τις επιλογές του, διαμορφώνοντας μια συνεκτική εικόνα του δικού του «προσώπου», μακριά από γονικές και άλλες καθοριστικές επιδράσεις. Έτσι, ο έφηβος χωρίς αυτή τη διαδικασία προς την ατομικότητα, μπορεί να οδηγηθεί στην αυτοπροσωποποίηση (Λεονταρή & Γιαλαμάς, 1998).
Ο Offer (1969) δημιούργησε το Ερωτηματολόγιο για την αυτό-εικόνα (Offer Self-image Questionnaire), από το οποίο προέκυψε ότι η αυτό-εικόνα του εφήβου απαρτίζεται από πέντε τομείς ψυχολογικής λειτουργίας: α) τον ψυχολογικό εαυτό (έλεγχος των παρορμήσεων, συναισθηματική υγεία και εικόνα σώματος), β) τον γενετήσιο εαυτό, γ) τον κοινωνικό εαυτό (κοινωνική λειτουργικότητα, επαγγελματικές στάσεις), δ) τον οικογενειακό εαυτό (λειτουργία μέσα στην οικογένεια) και ε) τον εαυτό αντιμετώπισης καταστάσεων (αυτάρκεια, αυτοπεποίθηση, ψυχική υγεία) (Offer, et al.,1992). Από την άλλη, η Harter (1983) διέκρινε την ύπαρξη οκτώ επιμέρους διαστάσεων της έννοιας του εαυτού. Μεταξύ αυτών είναι η ακαδημαϊκή, εργασιακή, αθλητική και σωματική επάρκεια, η κοινωνική αποδοχή, η στενή φιλία, η ερωτική έλξη, αλλά και η διαγωγή (Χατζηχρήστου, 2011).
Οι ποικίλοι ρόλοι που ενδέχεται να αναλάβει το άτομο σε παράλληλες χρονικές περιόδους, αλλά και σε διαφορετικές επαγγελματικές, κοινωνικές και προσωπικές περιστάσεις φανερώνουν ότι η αυτοαντίληψη δεν είναι μονοδιάστατη. Επομένως, το ίδιο άτομο δύναται να έχει θετική εικόνα για τον εαυτό του σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα, ενώ την ίδια στιγμή να χαρακτηρίζεται από χαμηλή αυτοαντίληψη σε άλλο τομέα (Χατζηχρήστου, 2011).
Η αυτοαντίληψη του εκάστοτε ατόμου διαμορφώνεται με άξονα κάποιους παράγοντες που την προσδιορίζουν, την καθορίζουν και την επηρεάζουν. Έτσι, οι σημαντικότεροι παράγοντες που μπορούν να ασκήσουν επιρροή στη διαμόρφωση της αυτοαντίληψης του ατόμου είναι: α) η οικογένεια· η υποστήριξη της μητέρας φαίνεται πως επιδρά περισσότερο στην αυτοαντίληψη των αγοριών στην εφηβεία, ενώ η υποστήριξη του πατέρα συσχετίζεται εντονότερα με την υποστήριξη κοριτσιών που βρίσκονται στην ίδια ηλικιακή περίοδο. Σημαντικό ρόλο επίσης στην αυτοαντίληψη του ατόμου διαδραματίζει και το βιοτικό επίπεδο της οικογένειας. β) το σχολείο· εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει και η σχολική επίδοση, γ) το πολιτισμικό πλαίσιο του ατόμου, στο οποίο ζει και κινείται το άτομο, επηρεάζει και καθορίζει τον τρόπο που διαμορφώνει την αυτοαντίληψή του, καθώς προσδιορίζονται αξίες σημαντικές για την πολιτισμική ομάδα στην οποία ανήκει· καθορίζονται, ουσιαστικά, οι τομείς εκείνοι που βοηθούν το άτομο να αυτοαξιολογηθεί, δ) η προσωπική ιστορία του ατόμου, ε) η επίδραση του φύλου· τα κορίτσια επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανησυχία για την εξωτερική τους εμφάνιση και την κοινωνική τους επιτυχία, σε αντίθεση με τα αγόρια που διατηρούν μια ψύχραιμη στάση και στ) η φυσική εμφάνιση του ατόμου· ο τρόπος, δηλαδή, που αντιλαμβάνεται το άτομο την εξωτερική του εμφάνιση σχετίζεται με τη γενικότερη εικόνα που έχει για τον εαυτό του, αλλά και με την αυτοεκτίμησή του, από την πρώιμη παιδική ηλικία μέχρι την ενήλικη ζωή (Harter, 1990. Lenerz, Kuchner, East, Lerner, & Lerner, 1987).
Αρκετοί ερευνητές, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι η εξαρτητική συμπεριφορά των εφήβων συνδέεται με την χαμηλή τους αυτοεκτίμηση. Η ανάγκη για εξάρτηση και συνακόλουθα ο εθισμός στο διαδίκτυο υποκαθιστά και ανακουφίζει τη «δυσφορία» της χαμηλής αυτοεκτίμησης, δρώντας ως μηχανισμός άμυνας. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση έχει τις ρίζες της από την παιδική ηλικία και συχνά προκύπτει από την έλλειψη αποδοχής και υποστήριξης που βιώνει το παιδί τόσο από τους γονείς όσο και από την ομάδα των συνομηλίκων (Liu & Kuo, 2007. Lin et al., 2018).
Εφηβεία και Διαδίκτυο
Σύμφωνα με τους Kandell, Hall και Parson, οι έφηβοι ιδιαίτερα αναπτύσσουν μια επικίνδυνα προβληματική χρήση του διαδικτύου, που οφείλεται σε μια ανάμειξη του μειωμένου επιπέδου γονικού ελέγχου, της ελεύθερης πρόσβασης στο ίντερνετ και της μεγάλης διαθεσιμότητας ελεύθερου χρόνου. Έρευνες που έγιναν και σχετίζονταν με τη διαταραχή του εθισμού στο διαδίκτυο κατέδειξαν πως η τάση για χρήση του διαδικτύου ανεξέλεγκτα έχει συνδεθεί με κάποια προσωπικά χαρακτηριστικά, όπως η προτίμηση για μοναχικές δραστηριότητες και η χαμηλή κοινωνική οικειότητα ή η παρουσία καταθλιπτικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων.
Ο Caplan επιβεβαίωσε πως η σύνδεση ανάμεσα στη μοναξιά και τις αρνητικές επιπτώσεις της χρήσης του διαδικτύου διαμεσολαβείται από την προτίμηση για διαδικτυακές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, που επιτρέπουν στα άτομα με συγκεκριμένα προβλήματα σε αυτόν τον τομέα να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους περισσότερο ασφαλείς και άνετους από ό,τι συμβαίνει στην παραδοσιακή πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδραση.
Έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία σε εφήβους είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη αρνητικής συσχέτισης ανάμεσα στην ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων και το επίπεδο της προβληματικής χρήσης του διαδικτύου. Επίσης, διαφάνηκε πως η έλλειψη καλών διαπροσωπικών σχέσεων συνδέεται σταθερά με την πιθανότητα ανάπτυξης μιας προβληματικής συμπεριφοράς στην αλληλεπίδραση με τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας (Milani, Osualdella & Blasio, 2009).
Εφηβεία και Διαπροσωπικές σχέσεις
Η εφηβεία είναι μια περίοδος αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι νέοι άνθρωποι απομακρύνονται από την γονική εξουσία και στρέφονται στους συνομηλίκους τους που θεωρούνται πηγή υποστήριξης και συντροφικότητας. Σε κάποιες κουλτούρες, μάλιστα, η εφηβεία αποτελεί και περίοδο που συνάπτονται και οι πρώτες ρομαντικές σχέσεις (Furman, Low & Ho, 2009).
Οι στενές φιλικές σχέσεις θεωρούνται σημαντικές για τους εφήβους και η πλειοψηφία των νέων ανθρώπων δηλώνει ότι έχει τουλάχιστον ένα στενό φίλο. Εκτός, όμως, από φίλους, όπως ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως, η εφηβεία αποτελεί και μία φάση εμπλοκής σε ρομαντικές σχέσεις. Αυτού του είδους οι σχέσεις φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή των εφήβων και να έχουν επιρροή σε πολλές πλευρές της ανάπτυξής τους όπως οι οικογενειακές σχέσεις, οι φιλικές σχέσεις, η ανάπτυξη ταυτότητας, η ακαδημαϊκή επίδοση και η ανάπτυξη της σεξουαλικότητας (Furman & Shaffer, 2003). Οι μεγαλύτεροι έφηβοι αντιλαμβάνονται αυτές τις σχέσεις ως πιο υποστηρικτικές, όμως παρουσιάζονται περισσότεροι τσακωμοί, ίσως γιατί περνούν πολύ χρόνο μέσα σε αυτή τη σχέση και με το σύντροφό τους.
Ωστόσο, έρευνες έδειξαν ότι η ύπαρξη ρομαντικού συντρόφου είναι συνδεδεμένη με υψηλά επίπεδα κατάθλιψης σε νέους ανθρώπους, και ιδιαίτερα στα κορίτσια (Davila, Steinberg, Kachadourian, Cobb & Finchman, 2004. Joyner & Udry, 2000). Βέβαια, η ποιότητα των ρομαντικών σχέσεων φαίνεται πως ποικίλει από άτομο σε άτομο και ο ψυχολογικός αντίκτυπος της σχέσης αυτής εξαρτάται από την ποιότητά της. Για παράδειγμα, θετική ποιότητα συνδέεται με κοινωνική αποτελεσματικότητα, ενώ αρνητική ποιότητα με καταθλιπτικά συμπτώματα (Kenny, Dooley & Fitzgerald, 2013).
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και Ερωτικές σχέσεις Εφήβων
Εφηβεία και Social Media
Τα τελευταία χρόνια, παιδιά και έφηβοι χρησιμοποιούν ευρέως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Φαίνεται πως έχουν γίνει για εκείνα μέρος των δραστηριοτήτων της καθημερινής τους ζωής. Ουσιαστικά, κάθε ιστοσελίδα που επιτρέπει την κοινωνική αλληλεπίδραση θεωρείται μέσο κοινωνικής δικτύωσης· τέτοιες σελίδες, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι το Facebook, το Twitter, το Instagram, το Youtube και άλλα πολλά. Αυτές οι σελίδες, λοιπόν, επιτρέπουν στα παιδιά σήμερα να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε διασκέδαση και επικοινωνία (Tartari, 2015).
Τα social media μέσω των διαδραστικών τους πλατφορμών δίνουν τη δυνατότητα στους χρήστες να επικοινωνούν με άλλα μέλη δημιουργώντας κοινωνικές σχέσεις και μοιράζοντας πληροφορίες και γνώσεις που σχετίζονται με τις ανάγκες και τις δραστηριότητες της πραγματικής ζωής. Οι έφηβοι, ιδιαίτερα, ξοδεύουν μεγάλο ποσοστό του χρόνου τους στην αλληλεπίδραση στην κοινωνική τους ζωή. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν, επίσης, ένα υποστηρικτικό περιβάλλον για τους έφηβους για να εξερευνήσουν το ρομαντισμό, τη φιλία, το κοινωνικό στάτους, ενώ τους δίνει, συνάμα, και τη δυνατότητα να μοιράσουν πληροφορίες και να συζητήσουν θέματα που τους απασχολούν (Ito et al., 2008).
Τα Social Media, λοιπόν, επιτρέπουν στους εφήβους να γνωρίζουν πολλές διαδικτυακές δραστηριότητες που σχετίζονται με την πραγματική τους ζωή: να πουν ψέματα για τους φίλους τους και την οικογένειά τους, να κάνουν νέους φίλους, να μοιραστούν φωτογραφίες και ιδέες (Ito et al., 2008). Ωστόσο, εκτός από τα οφέλη, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενδέχεται να φέρουν και «απειλές». Τα social media μπορούν να γίνουν χώρος πραγματοποίησης ηλεκτρονικού εκφοβισμού, επαναλαμβανόμενης παρενόχλησης ή απειλών μέσω αποστολής ή δημοσίευσης σκληρού κειμένου ή/και γραφικών χρησιμοποιώντας τεχνολογικά μέσα (Mason, 2008). Η χρήση των social media μπορεί επίσης να δημιουργήσει την ευκαιρία για συναισθηματική δυσφορία με την λήψη απειλητικών, ενοχλητικών και υποτιμητικών μηνυμάτων από άλλο έφηβο.
Sexting
Το sexting θεωρείται μία από τις πιο συνηθισμένες μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης μέσω των social media σε εφήβους. Ανεπιθύμητη διαδικτυακή σεξουαλική πρόσκληση ορίζεται ως η πράξη της ενθάρρυνσης κάποιου να μιλήσει για το σεξ, ή να κάνει κάτι σεξουαλικό, ή να μοιραστεί προσωπικές σεξουαλικές πληροφορίες, ακόμα κι αν το άτομο δεν θέλει να το κάνει (Ybarra & Mitchell, 2007). Ως Sexting μπορεί να οριστεί η αποστολή, λήψη ή προώθηση σεξουαλικά ρητών μηνυμάτων, φωτογραφιών ή εικόνων μέσω κινητού τηλεφώνου, υπολογιστή ή άλλων ψηφιακών συσκευών (Berkshire District Attorney, 2010). Κάποιοι ερευνητές δήλωσαν ότι η εμπλοκή εφήβων σε sexting θα μπορούσε να είναι μέρος της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης της δημοφιλούς κουλτούρας (πχ μουσικά βίντεο και κουλτούρα διασήμων), στην οποία τα σώματα των αντρών όπως και των γυναικών αντικειμενοποιούνται, όπου, δηλαδή, η δημόσια εικόνα είναι περισσότερο σεξουαλική από ποτέ, και στην οποία η έννοια του sexting τροφοδοτείται τόσο από προσωπικές εμπειρίες όσο και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (Ouytsel, Ponnet & Walrare, 2014).
Για μερικούς έφηβους, η εμπλοκή σε sexting παίζει ρόλο στην αναπτυξιακή περίoδο της εφηβείας (Temple et al., 2014. Temple & Chol, 2014. Walrare et al., 2015). Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, οι έφηβοι αρχίζουν να αναπτύσσουν την σεξουαλικότητά τους και ξεκινούν να πειραματίζονται με ραντεβού και την σύναψη ρομαντικών σχέσεων (Collins, 2003). Η δημιουργία και το διαμοίρασμα αυτοδημιούργητων, σεξουαλικών φωτογραφιών μέσω κινητών τηλεφώνων ή διαδικτυακών εφαρμογών ίσως παρέχει στους νέους μία πρόσθετη οδό για να ανακαλύψουν τη σεξουαλικότητά τους και την σεξουαλική τους ταυτότητα.
Στο παρελθόν, σε έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, βρέθηκε ότι οι έφηβοι εμπλέκονταν σε sexting στα πλαίσια μια ρομαντικής σχέσης, οπότε μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το sexting ήταν χρήσιμο για φλερτ με τον/την σύντροφο ή με το άτομο που υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον (Albury & Crawford, 2012). Για κάποιους, επίσης, αυτή η μέθοδος αποτελούσε έναν πιο άνετο τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων τους και των σεξουαλικών τους επιθυμιών σε σχέση με την πρόσωπο σε πρόσωπο επικοινωνία. Για άλλους, συνιστούσε πρόδρομο της σεξουαλικής δραστηριότητας μεταξύ των εφήβων, σαν παράδειγμα για να κάνει το πρώτο βήμα σε μια σεξουαλική σχέση (Temple, 2015). Έξω, όμως, από το πλαίσιο μιας ρομαντικής σχέσης, το sexting παίρνει τη μορφή της πλάκας και του δέλεαρ της ανάληψης κινδύνων, ενώ σε ορισμένες χώρες, ακόμα και τη μορφή της παράνομης αποστολής γυμνών φωτογραφιών μέσω κινητών τηλεφώνων ή εφαρμογών του διαδικτύου (κυρίως μέσω των social media) (Walker, Sanci & Temple-Smith, 2013).
Το sexting έχει συνδεθεί και με την πίεση συνομηλίκων τόσο μέσα όσο και έξω από μία ρομαντική σχέση. Η συμπεριφορά των εφήβων σχετικά με τη μέθοδο αυτή μπορεί να εξηγηθεί και από την οπτική της κοινωνικής δικτύωσης. Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε, πρόεκυψε ότι η αποστολή, λήψη και η επιζήτηση σεξουαλικών φωτογραφιών έχει συνδεθεί, επίσης, με την πορνογραφία. Επιπλέον, φάνηκε ότι η προβολή μουσικών βίντεο, τα οποία είναι σεξουαλικής φύσεως, συνδέθηκαν με την επιζήτηση και την λήψη σεξουαλικών φωτογραφιών μεταξύ αγοριών (Ouytsel, Ponnet & Walrare, 2016).
Η υπόθεση ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα μπορούσαν να επηρεάζουν τη συμπεριφορά των εφήβων γύρω από το sexting είναι σύμφωνη με προηγούμενες μελέτες για τις επιπτώσεις της προβολής μουσικών βίντεο και της πρόσβασης σε πορνογραφία στις σεξουαλικές συμπεριφορές και στάσεις των εφήβων και εκτός δικτύου. Πρόσφατη έρευνα κατέδειξε, μάλιστα, ότι η προβολή μουσικών βίντεο είναι περισσότερο συνδεδεμένη με την έκθεση σεξουαλικής δραστηριότητας στα αγόρια.
Όσον αφορά στην πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό, μια πρόσφατη αναθεώρηση της βιβλιογραφίας συνόψισε ότι οι έφηβοι που επισκέπτονται σεξουαλικές ιστοσελίδες είναι πιο πιθανό να έχουν ανεκτές σεξουαλικές συμπεριφορές και πολλαπλούς σεξουαλικούς συντρόφους, αλλά και να εμπλέκονται σε παρακινδυνευμένες σεξουαλικές συμπεριφορές (όπως το σεξ χωρίς προστασία) σε σύγκριση με νέους που δεν εκτίθενται σε τέτοιου είδους περιεχόμενο. Επιπλέον, φάνηκε ότι η προβολή πορνογραφίας στους εφήβους συσχετίστηκε και με αυξημένα ποσοστά σεξουαλικά επιθετικής συμπεριφοράς.
Επιπτώσεις στα θύματα
Όπως ήδη έχει αναφερθεί, οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας παίζουν σημαντικό ρόλο στις ζωές των νέων ανθρώπων, ιδιαίτερα στους εφήβους (Valkenburg & Peter, 2011). Συγκεκριμένα, η άμεση πρόσβαση στους άλλους μέσω του διαδικτύου (πχ Facebook, Twitter, Instagram, κ.α) και το πανταχού παρόν κινητό τηλέφωνο (με την ανταλλαγή μηνυμάτων και την κάμερα) έχουν αλλάξει δραματικά το πότε, το πώς και το τι οι έφηβοι μαθαίνουν ο ένας για τον άλλο και για τον κόσμο (Peter, Valkenburg & Schouten, 2005). Το internet έχει κάνει επίσης πιθανή, ή τουλάχιστον πιο εύκολη, την πρόσβαση των εφήβων σε μέσα με σεξουαλικό περιεχόμενο, τόσο εμπορικό όσο και ερασιτεχνικό, και σε άλλες σεξουαλικές ιστοσελίδες.
Όμως, μια ακόμη νεότερη ευκαιρία για τους εφήβους έγινε η έκθεσή τους σε υλικό μέσω του sexting. Η ανταλλαγή αυτοδημιούργητων σεξουαλικών φωτογραφιών δεν είναι σίγουρα ένα πρόσφατο φαινόμενο (Chalfen, 2009. Curnutt, 2012). Έτσι, ο αρχικός παραλήπτης θα μπορούσε να προωθήσει το μήνυμα (ή ένα στιγμιότυπο οθόνης) σε άλλους ή να το δημοσιεύσει σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή ακόμα και σε πορνογραφικές ιστοσελίδες. Η εμπλοκή σε sexting, επομένως, μπορεί να συνδέεται με κινδύνους όπως τη διανομή φωτογραφιών χωρίς έγκριση. Σε έρευνα που έγινε σε μαθητές λυκείου διαφάνηκε ότι το ένα τρίτο των συμμετεχόντων είχαν μοιραστεί σεξουαλικά μηνύματα με άλλους χωρίς την άδεια του δημιουργού (Flescher, Peskin et al., 2013). Λόγοι εξαιτίας των οποίων πραγματοποιείται το sexting με φωτογραφίες περιλαμβάνουν την υπόθεση ότι «άλλοι θα ήθελαν για να τους δούμε», την επιθυμία επίδειξης, το να το βρίσκουν αστείο, αλλά και να το θεωρούν «πλήξη». Οι κοινωνικές επιπτώσεις, ωστόσο, στην μη εγκεκριμένη διάχυση σεξουαλικών φωτογραφιών φαίνεται να διαφέρει ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια.
Σε παρελθούσες μελέτες, η εμπλοκή σε sexting βρέθηκε να μην έχει καθόλου κοινωνικές επιπτώσεις στα αγόρια, και μάλιστα είχε συχνά θετικό αντίκτυπο στο στάτους των ομάδων συνομηλίκων. Αντίθετα, η εμπλοκή σε sexting βρέθηκε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην φήμη των κοριτσιών, τα οποία συχνά γίνονταν και θύματα απόκτησης ονόματος-παρατσούκλι, αλλά και εκφοβισμού, αν κάποιο μήνυμα τέτοιου περιεχομένου είχε διαρρεύσει (Lippman & Campbell, 2014. Ringrose et al., 2013. Walker, Sanci & Temple-Smith, 2013). Για παράδειγμα, το έφηβο κορίτσι που είχε στείλει γυμνές της φωτογραφίες στο αγόρι της και αυτές οι ίδιες φωτογραφίες είχαν διαρρεύσει σε άλλους από εκείνον, όταν χώρισαν (Celizic, 2009)· ή η έφηβη που έστειλε φωτογραφίες της γυμνόστηθη σε ένα συμμαθητή της με την ελπίδα ότι θα του τραβήξει την προσοχή (Strassberg, McKinnon, Sustaita & Rullo, 2013). Και στις δύο περιπτώσεις, τα έφηβα αυτά κορίτσια οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία (Inbar, 2009). Το sexting έχει συνδεθεί, επίσης, και με το διαδικτυακό ραντεβού (cyber dating), την κακοποίηση, τον εκφοβισμό, καθώς και τον ηλεκτρονικό εκβοφισμό (Ouytsel, Gool, Walrare, Ponnet & Peeters, 2014).
Έρευνες που πραγματοποιήθηκαν κατέληξαν, ακόμη, πως έφηβοι που είχαν εμπλακεί στη μέθοδο sexting, ήταν περισσότερο σεξουαλικά ενεργοί (Dake et al., 2012). Επιπλέον, οι μαθητές αυτοί φάνηκε να εκτίθενται σε σεξ χωρίς προφυλάξεις (Rice et al., 2012)· κορίτσια της ίδιας ηλικίας που χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη μέθοδο, είχαν περισσότερους συντρόφους από εκείνα που δεν εμπλέκονταν σε sexting (Temple et al., 2012). Όμως, φάνηκε πως έχει συνδεθεί και με αυξημένα ποσοστά στην κατανάλωση αλκοόλ, στην χρήση ουσιών και τσιγάρων. Εκτός από τις συμπεριφορές αυτές, διαφάνηκε ότι η εμπλοκή σε sexting συσχετίστηκε και με αισθήματα μοναξιάς, απαισιοδοξίας, ακόμα και με απόπειρα αυτοκτονίας, όπως αναφέρθηκε και σε παραδείγματα παραπάνω (Ouytsel, Walrare & Gool, 2014).
Ο ρόλος του σχολείου στην πρόληψη περιστατικών sexting
Δεδομένων των δεσμών ανάμεσα στο sexting, τις αρνητικές σχέσεις συνομηλίκων και τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα που θα μπορούσαν να βάλουν σε κίνδυνο την υγεία των μαθητών, μαθητές που σχετίζονται με εμπλοκή σε sexting ενδέχεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο σχολικό κλίμα, καθώς και ατομικές συνέπειες για τον αποστολέα μηνυμάτων σεξουαλικού περιεχομένου.
Τα σχολεία, λοιπόν, θα έπρεπε να προετοιμάζουν γι αυτή την πρόκληση, αναπτύσσοντας πολιτικές που αφορούν το sexting. Οι κατάλληλες πολιτικές θα έπρεπε να αποτελούνται από τρία κρίσιμα στοιχεία: 1) εμπλοκή πολλών ατόμων, 2) στρατηγικές πρόληψης και 3) σχέδια παρέμβασης (Frans & Bruycker, 2012). Ο σχεδιασμός για την πρόληψη περιστατικών sexting μπορεί να διενεργηθεί σε συνδυασμό με σχεδιασμούς διαδικτυακής ασφάλειας στα σχολεία (πχ σχεδιασμός παρέμβασης για τον ηλεκτρονικό εκφοβισμό) και θα μπορούσε να είναι μέρος μιας μακροπρόθεσμης προσπάθειας για τη βελτίωση του σχολικού κλίματος.
Σε επίπεδο πρόληψης, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να γνωρίζουν πώς να έρχονται αντιμέτωποι με αρνητικά συναισθήματα που σχετίζονται με το sexting, αλλά και το πώς να συζητούν σχετικά με την σεξουαλικότητα κατά τη διάρκεια των μαθημάτων εντός της τάξης, έτσι ώστε να προσφέρεται ένα άνετο περιβάλλον συζήτησης για τόσο ευαίσθητα θέματα (Allen, 2005). Οι εκπαιδευτικοί, θα πρέπει, επίσης, να προσπαθούν να ελέγχουν ορολογίες διαδικτυακής και κινητής επικοινωνίας, να ενημερώνονται για τις τελευταίες εφαρμογές που χρησιμοποιούν οι έφηβοι, αλλά και να μιλούν με τους μαθητές τους για την χρήση πολυμέσων. Η εξοικείωση, λοιπόν, με τα διάφορα κίνητρα και τις πιθανές συνέπειες από την χρήση sexting θα μπορούσε να διευκολύνει τον ανοιχτό διάλογο και να βελτιώσει την αξιοπιστία των εκπαιδευτικών μεταξύ των μαθητών τους (Ringrose et al., 2012. Theodore, 2010). Επιπροσθέτως, οι εκπαιδευτικοί, πριν εισαγάγουν τον όρο «sexting», θα πρέπει να το περιγράφουν ως μία πρακτική ανταλλαγής σεξουαλικών γραπτών ή εικονικών μηνυμάτων μέσω κινητού τηλεφώνου ή διαδικτύου. Θα ήταν σημαντικό οι καθηγητές στο σχολείο να ενσωματώσουν στρατηγικές πρόληψης για το sexting στο πλαίσιο μαθημάτων που αφορούν τον εκφοβισμό, την υγεία και την σεξουαλική αγωγή. Ακόμη, οι εκπαιδευτικοί σε συζητήσεις που αφορούν τη μέθοδο αυτή, θα πρέπει να διαχωρίζουν τα αγόρια και τα κορίτσια, καθώς διαφοροποιούνται και τα κίνητρα για τα οποία οδηγούνται στο sexting (Ringrose et al., 2012. Lippman & Campbell, 2014). Το πιο ουσιώδες συστατικό της πρόληψης, ωστόσο, αποτελεί η ενθάρρυνση των μαθητών που βιώνουν αρνητικές επιπτώσεις από το sexting, αλλά και όσων έχουν υποψίες διάχυσης υλικού που έχει σταλθεί σε συγκεκριμένα άτομα, να έρχονται σε επαφή με έμπιστα άτομα (πχ φίλους, γονείς, εκπαιδευτικούς).
Σε επίπεδο παρέμβασης, είναι σημαντικό να υπάρχει ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης· είναι βοηθητικό να υπάρχει ένα σενάριο που θα μπορεί να ακολουθείται σε περιπτώσεις που ένας μαθητής έχει πέσει θύμα sexting. Στην περίπτωση αυτή, σημαντικός είναι και ο ρόλος ενός σχολικού συμβούλου ή κάποιου άλλου επαγγελματία ψυχικής υγείας, που μπορεί να συζητήσει με το παιδί που έχει πέσει θύμα και να το βοηθήσει να αντιμετωπίσει την βλάβη που προκλήθηκε και να του δώσει συμβουλές (Hinduja & Patchin, 2010). Το σενάριο αυτό μπορεί να περιλαμβάνει ερωτήσεις όπως: α) Ποιος συμπεριλαμβάνεται στην παραγωγή και διάχυση των σεξουαλικών μηνυμάτων, και πόσα άτομα το έχουν λάβει, β) Τι είδους σεξουαλικό μήνυμα είχε σταλθεί (πχ μερικώς γυμνή φωτογραφία, κα), γ) Γιατί στάλθηκε αυτό το μήνυμα; Ποιο ήταν το πλαίσιο (πχ φλερτ, παιχνίδι, μέρος μιας σχέσης, bullying) και δ) Πώς διέρρευσε το μήνυμα αυτό (πχ δημοσιεύτηκε σε κάποια ιστοσελίδα, κα). Επίσης, θα πρέπει να καθορίζουν αν οι μαθητές που εμπλέκονται σε sexting, είναι πιθανό να εμπλέκονται και σε ριψοκίνδυνες συμπεριφορές (Korenis & Billick, 2014. Rice et al., 2012. Siegle, 2010. Temple et al., 2012). Επιπροσθέτως, όταν υπάρξει μαθητής που αναφέρει περιστατικό sexting σε κάποιο μέλος της σχολικής κοινότητας, είναι σημαντικό κάποιο μέλος από το προσωπικό (πχ σχολικός σύμβουλος, σχολικός ψυχολόγος, κα) να παρέχουν την κατάλληλη φροντίδα. Τέλος, είναι αναγκαίο, εκπρόσωπος του σχολείου να κρατά επαφή τόσο με το θύμα όσο και με τον θύτη του sexting, καθώς και με τους γονείς τους, έτσι ώστε να είναι σίγουρος ότι και οι δύο πλευρές έχουν λάβει την κατάλληλη συμβουλευτική (Mason, 2008. Perren et al., 2012).
Συζήτηση/Συμπεράσματα
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν «εισβάλλει» στην καθημερινή ζωή των εφήβων, με σκοπό την καλύτερη και ταχύτερη επικοινωνία με οικεία τους άτομα, ενώ φάνηκε πως έχουν γίνει και δίοδος ανάπτυξης και ενίσχυσης διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ συνομηλίκων. Ωστόσο, δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τους κινδύνους που ενδέχεται να αποκρύβει το διαδίκτυο και η χρήση διάφορων εφαρμογών, στις οποίες έχουν πρόσβαση άνθρωποι από όλον τον κόσμο.
Το sexting δεν αποτελεί καινούριο φαινόμενο. Προϋπήρχε, όμως, τα τελευταία χρόνια, που το διαδίκτυο έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας, έχουν αυξηθεί τα ποσοστά ατόμων, και ιδιαίτερα εφήβων που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους διαδικασίες. Για τους έφηβους, το sexting θεωρείται μια πιο άνετη μέθοδος έκφρασης των σεξουαλικών τους επιθυμιών απέναντι στον/στην σύντροφό τους, αλλά και επικοινωνίας των προθέσεων και του ενδιαφέροντος που θέλουν να εκδηλώσουν απέναντι σε ένα άτομο.
Ωστόσο, η ίδια μέθοδος μπορεί να γίνει ο χειρότερος εφιάλτης, κυρίως για τα κορίτσια που βιώνουν την εφηβική τους ηλικία. Το sexting μπορεί να λειτουργήσει για εκείνα αρνητικά, οδηγώντας τα σε αισθήματα μοναξιάς και απομόνωσης, ενώ μπορεί να γίνει αρωγός για την πρόκληση κακοποίησης, ηλεκτρονικού εκφοβισμού, ακόμα και αυτοκτονικού ιδεασμού.
Ο ρόλος του σχολείου κρίνεται σημαντικός στην ενημέρωση των μαθητών σχετικά με ζητήματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, μεταξύ αυτών και του sexting που αποτελεί τρόπο γνωριμίας των εφήβων με τη σεξουαλικότητά τους. Έτσι, τα μέλη της σχολικής κοινότητας θα πρέπει να είναι πηγή ενημέρωσης και στήριξης για τους μαθητές που έχουν βιώσει ή βιώνουν περιστατικά sexting, αλλά και βοηθείας στην αποφυγή αυτών.
Βιβλιογραφία
Ahern, N. R., & Mechling, B. (2013). Sexting: Serious problems for youth. Journal of psychosocial nursing and mental health services, 51(7), 22-30.
Allen, L. 2005. “Say everything”: Exploring young people’s suggestions for improving sexuality education. Sex Education 5 (4): 389–404.
Carr, C. T., & Hayes, R. A. (2015). Social media: Defining, developing, and divining. Atlantic journal of communication, 23(1), 46-65.
Celizic, M. (2009, March 6). Her teen committed suicide over ‘sexting’. MSNBC.com. Retrieved from http://today.msnbc.msn.com/id/295 46030/ns/today-parenting
Coleman, J. (2011). The nature of adolescence. Στο Μπεζεβέγκης, Η. (επιμ.) Ψυχολογία της εφηβικής ηλικίας. Αθήνα. Εκδόσεις Gutenberg
Ferraro, G., Caci, B., D’amico, A., & Blasi, M. D. (2006). Internet addiction disorder: an Italian study. CyberPsychology & Behavior, 10(2), 170-175.
Frans, E., and A. D. Bruycker. 2012. Raamwerk Seksualiteit en Beleid. Kwaliteit, preventie en reactie in jouw organisatie [Framework sexuality and policy: Quality, prevention and reaction in your organization]. Brussels: Sensoa and Child Focus
García, B. C. (2014). The risks faced by adolescents on the Internet: minors as actors and victims of the dangers of the Internet.
Goldberg, I. (1995). Internet addiction disorder— diagnostic criteria. Available at: www.iucf.indiana. edu/~brown/hyplan/addict.html.
Griffiths, M. (1990). The cognitive psychology of gambling. Journal of Gambling Studies 6:31–42.
Harter, S. (1983). Developmental perspectives on the self-esteem. In E. M. Heatherington (Ed.), Handbook of Child Psychology: Socialization, personality and social development (pp. 275-386), New York, NY: John Wiley and Sons
Harter, S. (1990). Cause, correlates and the functional role of global self-worth. A life-span perspective. In R. Sternberg & Kolligan S. J. (Eds.), Competence considered (pp. 67-97). New Haven, CT: Yale University Press
Hertlein, Κ., Μ., & Piercy, F., P. (2006). Internet infidelity: A critical review of the literature. The Family Journal, 14(4), 366-371.
Καμπά, Β. (2003). Πιθανοί εαυτοί των εφήβων (Bachelor’s thesis).
Καραπέτσας, Α. Β., Φώτης, Α., & Ζυγούρης, Ν. Χ. (2012). Νέοι και εθισμός στο διαδίκτυο: Ερευνητική προσέγγιση συχνότητας του φαινομένου. Εγκέφαλος, 49, 67-72.
Kenny, R., Dooley, B., & Fitzgerald, A. (2013). Interpersonal relationships and emotional distress in adolescence. Journal of adolescence, 36(2), 351-360.
Λαζαράτου, Ε., & Αναγνωστόπουλος, Δ. Κ. (2001). Εφηβεία και κατάθλιψη. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 18(5), 466-474.
Λεονταρή, Α., & Γιαλαμάς, Β. (1998). Η αυτοαντίληψη των παιδιών προ-εφηβικής ηλικίας. Σύγχρονη Εκπαίδευση: Τρίμηνη Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, (100), 61-68.
Lippman, J. R., & Campbell S. W. (2014). Damned if you do, damned if you don’t … if you’re a girl: Relational and normative contexts of adolescent sexting in the United States. Journal of Children and Media: 1–16
Mason, K. L. (2008). Cyberbullying: A preliminary assessment for school personnel. Psychology in the Schools 45 (4): 323–48
Milani, L., Osualdella, D., & Di Blasio, P. (2009). Quality of interpersonal relationships and problematic Internet use in adolescence. CyberPsychology & Behavior, 12(6), 681-684.
Μπαϊρακτάρη, Ε. (2019). Διαδίκτυο, γονικές πρακτικές, επιθετικότητα και αυτοεκτίμηση στην εφηβεία. Δημοσιευμένη διδακτορική διατριβή. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ψυχολογίας.
Nie, N. H., & Erbring, L. (2002). Internet and society: A preliminary report. IT & society, 1(1), 275-283.
Offer, D. (1969). The psychological world of the teenager. Basic Books. New York
Offer, D., Ostrov, D., Howard, K., & Doblin, S. (1992). The Offer Self-Image Questionnaire for Adolescents – revised. Western Psychological Services. Los Angeles, CA.
Παπαδανιήλ, Ε. Ε. (2018). Εθισμός στο Διαδίκτυο (No. GRI-2018-21344). Aristotle University of Thessaloniki.
Παπακίτσου, Ι. (2018). Η μελέτη του φαινομένου της βίας μεταξύ ερωτικών συντρόφων στην εφηβεία με την χρήση της βιογραφικής αφηγηματικής μεθόδους. Δημοσιευμένη διδακτορική διατριβή. Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Κοινωνιολογίας
Παφίλα, Ά. Μ. (2019). Ο εθισμός στο διαδίκτυο. Δημοσιευμένη διπλωματική εργασία. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. ΠΤΔΕ.
Perren, S., L. Corcoran, H. Cowie, F. Dehue, D. J. Gracia, C. M. Guckin, A. Sevcikova, P. Tsatsou, and T. Vollink (2012). Coping with cyberbullying: A systematic literature review. Final Report of the COST IS 0801 Working Group 5. Universit¨at Zurich
Peter, J., Valkenburg, P. M., & Schouten, A. P. (2005). Developing a model of adolescent friendship formation on the Internet. Cyber Psychology & Behavior, 8, 423–430
Rice, E., H. Rhoades, H. Winetrobe, M. Sanchez, J. Montoya, A. Plant, and T. Kordic (2012). Sexually explicit cell phone messaging associated with sexual risk among adolescents. Pediatrics 130 (4): 667– 73.
Ryz, L., & Grest, L. (2016). A new era in data protection. Computer Fraud & Security, 2016(3), 18-20.
Siegle, D. 2010. Cyberbullying and sexting: Technology abuses of the 21st century. Gifted Child Today 33 (2): 14–6.
Strassberg, D. S., McKinnon, R. K., Sustaíta, M. A., & Rullo, J. (2013). Sexting by high school students: An exploratory and descriptive study. Archives of Sexual behavior, 42(1), 15-21.
Tartari, E. (2015). Benefits and risks of children and adolescents using social media. European Scientific Journal, 11(13).
Temple, J. R., J. A. Paul, P. van den Berg, V. D. Le, A. McElhany, and B. W. Temple (2012). Teen sexting and its association with sexual behaviors. Archives of Pediatrics and Adolescent Medicine 166 (9): 828–33
Theodore, S. 2010. Integrated response to sexting: Utilization of parents and schools in deterrence. Journal of Contemporary Health Law and Policy 27: 365.
Van Ouytsel, J., Ponnet, K., & Walrave, M. (2014). The associations between adolescents’ consumption of pornography and music videos and their sexting behavior. Cyberpsychology, Behavior, and Social Networking, 17(12), 772-778.
Van Ouytsel, J., Walrave, M., & Van Gool, E. (2014). Sexting: Between thrill and fear—How schools can respond. The Clearing House: A Journal of Educational Strategies, Issues and Ideas, 87(5), 204-212.
Van Ouytsel, J., Van Gool, E., Walrave, M., Ponnet, K., & Peeters, E. (2017). Sexting: adolescents’ perceptions of the applications used for, motives for, and consequences of sexting. Journal of Youth Studies, 20(4), 446-470.
Χατζηχρήστου, Χ., (2011). Κοινωνική και συναισθηματική αγωγή στο σχολείο. Πρόγραμμα για την προαγωγή της ψυχικής υγείας και της μάθησης στη σχολική κοινότητα. Αθήνα. Εκδόσεις Gutenberg
Ιστογραφία
Είμαι απόφοιτος του τμήματος ΦΠΨ του ΕΚΠΑ από το 2018. Το 2019 και μέχρι σήμερα ασχολούμαι με το μεταπτυχιακό μου δίπλωμα στη Σχολική Ψυχολογία με ειδίκευση στις εφαρμογές της Ψυχολογίας στη σχολική κοινότητα. Παράλληλα κάνω επιμόρφωση στη Διδασκαλία της ελληνικής ως 2ης/ξένης γλώσσας, καθώς και στην εκπαίδευση ενηλίκων. Τον τελευταίο χρόνο διδάσκω ελληνικά σε ξένους. Έχω κάνει πληθώρα πρακτικών, κυρίως σε Γυμνάσια της Αττικής, ενώ την τρέχουσα περίοδο η πρακτική μου στα πλαίσια του μεταπτυχιακού μου πραγματοποιείται σε ΚΕΣΥ της Γ Αθήνας. Παράλληλα, εργάζομαι ως ερευνητική βοηθός στο τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ.