Λέμε και ξαναλέμε… φεύγει ο χρόνος. Όμως, αλήθεια εμείς φεύγουμε… εκείνος μένει πάντα παρών και ἐς ἀεί, συνυφασμένος με παρόν, παρελθόν και μέλλον… όλα μαζί αξεδιάλυτα, κλεισμένα σε κάθε βήμα μας, εδώ, στο γήινο πέρασμά μας.
Τι κι αν λέμε πέρασε ένας χρόνος… Ναι, εξυπηρετεί αριθμητικά να μετράμε σε χρόνια τη ζήση μας, αφού βιολογικά προχωράμε, αλλάζοντας, αλλά εκείνος είναι αμετάβλητος, κι εμείς νοιαζόμαστε… πώς να περάσουμε τον χρόνο, να τον «γεμίσουμε».
Και ναι, τον γεμίζουμε με ζωή, συναισθήματα, ενέργεια, χαρά και λύπη, δημιουργικότητα ή νωχέλεια, αφήνοντας αποτυπώματα ανεξίτηλα, που συχνά αναψηλαφούμε με χαρά ή θλίψη, θάρρος ή δισταγμό.
Εμείς δίνουμε περιεχόμενο στον χρόνο, αλλά κι ο χρόνος σε μας. Ίσως χωροχρόνος μαζί. Μέσα από εμάς φανερώνεται, εμείς του δίνουμε «σχήμα», υπόσταση μέσα μας κι έξω, στην ψυχή και στην όψη μας.
Πολλά αλλάζουν σε μας, αλλά εκείνος εκεί, στα ίδια, σαν ένα τεράστιο άδειο πουγκί, που μας κλείνει ή που εκεί εναποθέτομε, φυλάγουμε τα πολύτιμά μας, της ανθρώπινης εμπειρίας και που δεν λείπουν και οι άδειες πτυχές, το κενό… κενό χρόνου.
Ίσως μεταφορικά, ο χρόνος μοιάζει με τεράστια συμπαντική δύνη που στροβιλιζόμαστε μαζί.
Ωστόσο, τον χρόνο τον μετράμε με μαθηματικά, λογική, μέσω της ιστορίας και των ευρύτερων φυσικών επιστημών, υπαρξιακά, ποιητικά, υπερβατικά, αλλά εκείνος είναι αδιάψευστος μάρτυρας της μιας και μόνο αλήθειας.
Της ροής της ζωής μας. Της εξέλιξης και των αλλαγών. Ζωή και χρόνος μοιάζει να λειτουργούν, να βρίσκονται σε «διάλογο», κατά το διάβα της ζήση μας, μόνο πως κρατούν μυστικό το αλφαβητάρι τους… δεν το γνωρίζομε και δεν τους ξεγελά κανείς.
Μας λέει ο Ηράκλειτος, «Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων», ο χρόνος, ο αιώνιος, ένα παντοτινό παιδί, ένα παιδί που παίζει, που παίζει πεσσούς. Αναλλοίωτος ο χρόνος, μα πόσα χωρά… και πόσα σκορπά, με μια άλλη οπτική.
Σκέφτεται κανείς, όπως λένε σύγχρονοι στίχοι από την Λίνα Νικολακοπούλου, «Α ρε χρόνε αλήτη που ανθρώπους κι αγάπες σκορπάς».
Πάντα τις ημέρες της Πρωτοχρονιάς, στην αλλαγή της χρονιάς, αναπολούμε, σκεφτόμαστε τι θα μας φέρει το νέο έτος, αλλά μάλλον τι θα εναποθέσουμε εμείς στα νέα χνάρια του, ενώ κυριαρχούν πολλά γνωστά έθιμα, όπως και κάποια, ιδιαίτερα εύθυμα.
Θυμάμαι προηγούμενα χρόνια την παραμονή Πρωτοχρονιάς, σε κεντρικά σημεία του Ηρακλείου που μένω, τραγούδια, χορό, κέφι, και να είναι τόση η κίνηση του κόσμου, με συμμετοχή από μικρούς και μεγάλους «οπλισμένους» με ροκάνες, ρόπαλα και σφυρίχτρες, να γίνεται τόσος θόρυβος, που γεννιόταν εικόνα δυνατής ροής ποταμού, που συμπαρέσυρε κάθε παρευρισκόμενο και περαστικό, σε κλίμα ευθυμίας.
Έτσι, αποχαιρετούσαμε όλοι μαζί, τον παλιό χρόνο, που ήθελε δεν ήθελε μας κουβαλούσε στην πλάτη του άλλη μια χρονιά, και συνάμα γινόταν το καλωσόρισμα του νέου με δύναμη, θαρραλέα και ελπιδοφόρα, πειραχτικά, προτρεπτικά, με ποδαρικό ξεφαντώματος και χαράς.
Φέτος, δεν θα βγούμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς όπως παλιά, για να πούμε το καλό κατευόδιο στο 2020 -που αλήθεια τόσο μας πόνεσε- και να ζήσομε την αλλαγή της χρονιάς εθιμικά, όπως προηγούμενες παραμονές Πρωτοχρονιάς. Του χρόνου ας είμαστε καλά, με υγεία προπαντός.
Ας είναι όλα για το καλύτερο, άλλωστε τα χρόνια έρχονται και παρέρχονται στο μέτρημά τους μόνο. Μέσα μας αξίζει να γίνονται οι αλλαγές, με ελπίδα, αγάπη, ειρήνη, επικοινωνία που να «ακουμπά» πανανθρώπινες αξίες με αλληλεγγύη.
Τα χρόνια θα συνεχίζουν να αλλάζουν αριθμητικά. Εμείς θα τα γεμίζουμε με τις στιγμές μας. Η ανταλλαγή ευχών ή συμβολικών δώρων είναι μακραίωνη συνήθεια.
Ωστόσο μαζί με αυτά, ίσως το πιο πολύτιμο «δώρο» και ευχή είναι να υπάρχει υγεία,ειρήνη και η αγάπη που δίνομε και παίρνομε. Η αγάπη που νικά τον χρόνο και μπορεί να κλείσει σε μια στιγμή της, την αιωνιότητα.
Καλή κι ευλογημένη η νέα χρονιά.
Αταλάντη Μιχελογιαννάκη Καραβελάκη
Δρ Ελληνικής Φιλολογίας