Στην βιβλιογραφία της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης συναντάται ο όρος «Ειδικές Εκπαιδευτικές ανάγκες», που αναφέρεται σε μαθητές, οι οποίοι παρουσιάζουν δυσκολίες στην μάθηση και στην προσαρμογή, με αποτέλεσμα να χρειάζονται εξατομικευμένη υποστήριξη ώστε να κατορθώσουν να αποδώσουν στο μέγιστο.
Συγκεκριμένα, οι δυσκολίες αυτές σχετίζονται με αισθητηριακά, νοητικά, γνωστικά, αναπτυξιακά προβλήματα και ψυχικές ή νευροψυχικές διαταραχές.
Όπως αναφέρει το Άρθρο 3 του Νόμου 3699/2.10.2008, στους μαθητές με ιδιαιτερότητες εντάσσονται εκείνοι που εμφανίζουν ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητα, διαταραχές επικοινωνίας/ομιλίας ή λόγου, νοητική αναπηρία, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές – αυτισμός, προβλήματα όρασης, προβλήματα ακοής, κινητικές αναπηρίες ή άλλα χρόνια προβλήματα υγείας.
Επίσης, εντάσσονται μαθητές που εκδηλώνουν κοινωνικές και συναισθηματικές διαταραχές αλλά και διαταραχές συμπεριφοράς. Τέλος, υπάρχουν μαθητές με υψηλά επίπεδα νοητικών ικανοτήτων, που χαρακτηρίζονται ως ταλαντούχα παιδιά (Χατζηχρήστου, 2011).
1.1 Πρώιμοι ορισμοί Νοητικής Αναπηρίας
Αρχικά, η νοητική αναπηρία θεωρήθηκε ως φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια νοητικής λειτουργίας, γεγονός που δυσχεραίνει την ατομική και κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζει νοητική και κοινωνική συμπεριφορά ανάλογη της ηλικίας του (Στασινός, 2020).
Η χαμηλή νοημοσύνη οδηγεί σε προβλήματα μάθησης και σε αργό ρυθμό ανάπτυξης και ως συνέπεια παρεμποδίζεται η κατάκτηση ορισμένων αναπτυξιακών δεξιοτήτων (Wilmshurst, 2009).
Κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι ορισμοί για την νοητική αναπηρία, ανάμεσα στους οποίους ήταν οι όροι «ιδιώτης», «ανόητος», «μωρός», «καθυστερημένος». Το 1992 η Αμερικανική Εταιρεία για τη Νοητική Υστέρηση (AAMR) καθιέρωσε τον όρο Νοητικές Δυσκολίες (Στασινός, 2020).
1.2 Σύγχρονοι ορισμοί Νοητικής Αναπηρίας
1.2.1 Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών
Η νοητική αναπηρία εντάσσεται στον Άξονα ΙΙ του DSM μαζί με τις Διαταραχές της Προσωπικότητας, διότι επηρεάζουν το άτομο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του (Wilmshurst, 2009).
Το DSM-5 ορίζει την νοητική αναπηρία ως διαταραχή, η οποία εκδηλώνεται κατά την περίοδο ανάπτυξης του ατόμου και χαρακτηρίζεται από έλλειψη γνωστικών και προσαρμοστικών ικανοτήτων, που αφορούν κοινωνικούς και πρακτικούς τομείς. Έχουν προταθεί τρία κριτήρια, τα οποία πρέπει να πληροί ένα άτομο, προκειμένου να διαγνωσθεί με νοητική αναπηρία.
Το πρώτο κριτήριο αναφέρεται στα ελλείμματα των γνωστικών λειτουργιών του ατόμου, που σχετίζονται με τον συλλογισμό, την επίλυση προβλημάτων, την αφηρημένη σκέψη, την κρίση, την μάθηση και την μάθηση μέσω εμπειρίας. Αφορά, δηλαδή, την γνωστική αποτελεσματικότητα του ατόμου (APA, 2013)
Το δεύτερο κριτήριο αφορά ελλείμματα στην προσαρμοστική συμπεριφορά, που σχετίζονται με την αδυναμία του ατόμου να ανταποκριθεί στα αναπτυξιακά και κοινωνικοπολιτισμικά πρότυπα για την προσωπική ανεξαρτησία και την κοινωνική ευθύνη.
Οι προσαρμοστικές ικανότητες περιλαμβάνουν τον εννοιολογικό τομέα όπως λεκτικές ικανότητες, μνήμη και αντίληψη, τον κοινωνικό τομέα όπως επικοινωνία, κοινωνικοποίηση, ενσυναίσθηση και τέλος την απόκτηση πρακτικών γνώσεων (APA, 2013)
Το τρίτο κριτήριο σχετίζεται με την εκδήλωση των γνωστικών και προσαρμοστικών ελλειμμάτων κατά την παιδική ηλικία ή την εφηβεία, δηλαδή, πριν την ηλικία των 18 ετών (ΑΡΑ, 2013)
1.2.2 Αμερικανική Ένωση για τη Διανοητική και Αναπτυξιακή Αναπηρία
Όπως αναφέρει ο Στασινός (2020), ο πρώτος ορισμός της νοητικής αναπηρίας από την ΑΑIDD διατυπώθηκε το 1959, σύμφωνα με τον οποίο η νοητική υστέρηση αναφερόταν στην κάτω του μέσου όρου γενική νοημοσύνη του ατόμου, που ξεκινά στην αναπτυξιακή περίοδο και σχετίζεται με δυσκολίες στην προσαρμογή.
Ακολούθησαν τροποποιήσεις ώσπου το 1992, η νοητική υστέρηση ορίστηκε ως δυσκολία που χαρακτηρίζεται από την κάτω του μέσου όρου νοητική λειτουργία, με ελλείμματα σε δύο ή περισσότερους τομείς όπως επικοινωνία, αυτοεξυπηρέτηση, αυτονομία, κοινωνικές και ακαδημαϊκές δεξιότητες, υγεία, ασφάλεια, τα οποία εκδηλώνονται πριν την ηλικία των 18 ετών (Wilmshurst, 2009).
Ο ορισμός του 2002, ορίζει την νοητική αναπηρία ως αναπηρία όπου το άτομο εμφανίζει έκπτωση στην νοητική λειτουργία και την προσαρμογή, η οποία αφορά τις γλωσσικές, κοινωνικές και πρακτικές δεξιότητες ενώ εκδηλώνεται πριν από τα 18 έτη (Shalock et al., 2007).
Η AAIDD διατύπωσε πέντε κριτήρια, για την εφαρμογή του ορισμού.
Πρώτον, τα ελλείμματα πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο του περιβάλλοντος, που σχετίζεται με την ηλικία και το πολιτισμικό υπόβαθρο.
Δεύτερον, η αξιολόγηση πρέπει να εστιάζει στην γλωσσική και πολιτιστική ποικιλομορφία αλλά και σε επικοινωνιακούς, αισθητηριακούς κινητικούς και συμπεριφορικούς παράγοντες.
Τρίτον, όλα τα άτομα διαθέτουν αδυναμίες που συνυπάρχουν με τα χαρίσματά τους.
Τέταρτον, για την οικοδόμηση του κατάλληλου προφίλ παρέμβασης απαιτείται η περιγραφή των περιορισμών του ατόμου.
Τέλος, η εφαρμογή παρεμβάσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα συμβάλλει στην βελτίωση του ατόμου (Shalock et al., 2007).
1.2.3 Νόμος για εκπαίδευση ατόμων με αναπηρίες (ΙDEA)
Αρχικά, o IDEA διέκρινε ανάμεσα σε άτομα ως εκπαιδεύσιμα νοητικά ανάπηρα με ΔΝ από 55 ως 80 και σε άτομα ως ασκήσιμα νοητικά ανάπηρα με ΔΝ από 25 ως 55.
Στην τελευταία αναθεώρηση το 2004, η νοητική αναπηρία ορίστηκε ως κάτω του μέσου όρου νοητική λειτουργία που εκδηλώνεται στην αναπτυξιακή περίοδο και συνοδεύεται από ελλείμματα στην προσαρμοστική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται οι ακαδημαϊκές επιδόσεις του ατόμου.
Από αυτόν τον ορισμό προκύπτουν πέντε τομείς καθυστέρησης, δηλαδή η γνωστική ανάπτυξη, οι κινητικές δεξιότητες, η επικοινωνία, η κοινωνικο-συναισθηματική ανάπτυξη και οι δεξιότητες προσαρμογής (Wilmshurst, 2009).
1.2.4 Διεθνής Στατιστική Ταξινόμηση Νόσων και συναφών προβλημάτων υγείας
Σύμφωνα με το ICD-10 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο όρος νοητική αναπηρία αναφέρεται σε μια κατάσταση αναστολής ή ατελούς ανάπτυξης της νόησης.
Ως συνέπεια, παρουσιάζονται ελλείμματα στις γνωστικές, γλωσσικές, κινητικές και κοινωνικές δεξιότητες που κατακτώνται κατά την αναπτυξιακή περίοδο και δομούν την νοημοσύνη στο σύνολό της.
Η νοητική αναπηρία μπορεί να εμφανιστεί με ή χωρίς άλλες σωματικές ή νοητικές διαταραχές (ICD-10, 2008).
Στην 10η αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Νοσημάτων, ο όρος νοητική αναπηρία αντικαταστάθηκε από τον όρο «Διανοητικές Αναπτυξιακές Διαταραχές».
Επομένως, το ICD-11 ορίζει την νοητική αναπηρία ως ομάδα αναπτυξιακών συνθηκών, όπου παρατηρείται μείωση των γνωστικών ικανοτήτων του ατόμου που αφορούν την μάθηση, την προσαρμογή και τις δεξιότητες (Bertelli et al., 2016).
Σύμφωνα με το ICD-11, οι Διανοητικές Αναπτυξιακές Διαταραχές θεωρούνται μετα-σύνδρομο μιας κατάστασης υγείας, όπου γνωστικές ικανότητες και προσαρμοστική συμπεριφορά επηρεάζονται από ποικίλους αιτιολογικούς παράγοντες.
Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε διάκριση ανάμεσα σε «Διανοητική αναπηρία» ως λειτουργικό σύνδρομο και σε «Διανοητικές Αναπτυξιακές Διαταραχές» ως κλινικό σύνδρομο (Carulla et al., 2013).
1.3 Ταξινόμηση Νοητικής Αναπηρίας
Το 1972 τα άτομα με χαμηλή νοημοσύνη ταξινομήθηκαν από τον Kirk σε τέσσερις ομάδες. Αναλυτικότερα, σε άτομα με χαμηλή ικανότητα μάθησης με ΔΝ 80 ως 90, σε άτομα που εκπαιδεύονται – εκπαιδεύσιμα με ΔΝ 50-55 ως 70-79, σε άτομα που μπορούν να ασκήσουν τέχνες ή επαγγέλματα – ασκήσιμα με ΔΝ 30-35 ως 50-55, και τέλος σε άτομα που έχουν ολοκληρωτική εξάρτηση με ΔΝ κάτω από 20-25 (Στασινός, 2020).
Σήμερα, έχουν προταθεί τέσσερα επίπεδα κατηγοριοποίησης της νοητικής αναπηρίας, που στηρίζονται στις δυνατότητες του ατόμου βάσει του ΔΝ και υποστηρίζονται από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία και την Διεθνή Ταξινόμηση Νόσων.
Η πρώτη κατηγορία είναι η Ήπια νοητική υστέρηση, με ΔΝ 50-55 ως 70. Τα άτομα εμφανίζουν δυσκολίες στην κατάκτηση αναπτυξιακών δεξιοτήτων και στην ομιλία. Με κατάλληλη εκπαίδευση μπορούν να αυτονομηθούν σε κάποιους τομείς, να αποκτήσουν βασικές ακαδημαϊκές γνώσεις και να βελτιώσουν τις κοινωνικές τους ικανότητες.
Η δεύτερη κατηγορία είναι η Μέτρια νοητική υστέρηση, με ΔΝ 35-40 ως 50-55. Τα άτομα αυτά δυσκολεύονται στην γραφή και την ανάγνωση ενώ κατορθώνουν να αναπτύξουν βασικές επικοινωνιακές δεξιότητες και δεξιότητες αυτοεξυπηρέτησης.
Η τρίτη κατηγορία είναι η σοβαρή νοητική υστέρηση, με ΔΝ 20-25 ως 35-40, όπου απαιτείται υποστήριξη προκειμένου το άτομο να ανταποκριθεί στην καθημερινότητα λόγω σοβαρών ελλειμμάτων στην νοητική λειτουργία ενώ συνυπάρχουν προβλήματα υγείας.
Η τέταρτη κατηγορία είναι η βαθιά νοητική υστέρηση, με ΔΝ κάτω του 20-25. Πρόκειται για σημαντική ανεπάρκεια της νοημοσύνης του ατόμου, που καθιστά αδύνατη την κατάκτηση γλωσσικών, κινητικών και κοινωνικών δεξιοτήτων (Pratt & Greydanus, 2007).
1.4. Αιτιολογία
Οι παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση της νοητικής αναπηρίας είναι βιολογικοί και περιβαλλοντικοί (Στασινός, 2020).
Οι βιολογικοί παράγοντες είναι προγεννητικοί, περιγεννητικοί και μεταγεννητικοί.
Τα προγεννητικά αίτια περιλαμβάνουν τα γενετικά σύνδρομα, τις χρωμοσωματικές ανωμαλίες, τις γονιδιακές επιδράσεις, τις λοιμώξεις, τα ενδομήτρια ατυχήματα ενώ σε αυτά εντάσσεται και η έκθεση του εμβρύου σε καταχρήσεις αλκοόλ, ουσιών ή φαρμάκων από τη μητέρα.
Τα περιγεννητικά αίτια σχετίζονται με πρόωρο τοκετό και επιπλοκές, γενετικές ανωμαλίες που επηρεάζουν τον εγκέφαλο ή ανοξία.
Τέλος, τα μεταγεννητικά αίτια αφορούν τις κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις έπειτα από τραυματισμούς, πιθανές ασθένειες, εγκεφαλικά επεισόδια ή μηνιγγίτιδα (Pratt & Greydanus, 2007. Shevell, 2008).
Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες συνδέονται με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των γονέων, την έλλειψη επικοινωνίας και στενής σχέσης με τους γονείς καθώς και την χρήση βίαιων, ανάρμοστων συμπεριφορών προς τα παιδιά.
Άλλα αίτια είναι η ύπαρξη ιστορικού ψυχοπαθολογίας των γονέων, η έλλειψη γονεϊκής φροντίδας και ασφάλειας.
Τέλος, η ύπαρξη ανασφαλούς δεσμού προσκόλλησης, η απομάκρυνση από την μητέρα και η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης επηρεάζουν σημαντικά την νοητική ανάπτυξη του ατόμου (Χατζηχρήστου, 2011. Στασινός, 2020).
1.5 Διάγνωση και Αξιολόγηση
Η αξιολόγηση της νοητικής αναπηρίας στηρίζεται στην χορήγηση τεστ νοημοσύνης και στην μέτρηση της προσαρμοστικής συμπεριφοράς.
Συγκεκριμένα, για την διάγνωση της είναι απαραίτητο το άτομο να εμφανίζει ένα ή περισσότερα ελλείματα στον γνωστικό, γλωσσικό και κινητικό τομέα, στις δεξιότητες αυτό-εξυπηρέτησης και προσαρμογής.
Επίσης, η βαθμολογία του ατόμου στο τεστ νοημοσύνης θα πρέπει να είναι κάτω του μέσου όρου δηλαδή 70 ή λιγότερο (Pratt & Greydanus, 2007).
1.6 Συχνότητα και Συννοσηρότητα
Η νοητική αναπηρία ως αναπτυξιακή διαταραχή συναντάται περίπου στο 1% του πληθυσμού ηλικίας 3-10 ετών. Είναι πιο συχνή σε παιδιά από 6-10 ετών και ιδιαίτερα στα αγόρια (Pratt & Greydanus, 2007).
Τα περισσότερα άτομα με νοητική αναπηρία εκδηλώνουν ήπια νοητική υστέρηση πριν από τα 18 έτη, η οποία διαγιγνώσκεται από την ύπαρξη μαθησιακών δυσκολιών. Η προγεννητική διάγνωση σχετίζεται με τη βαριά νοητική υστέρηση (Wilmshurst, 2009).
Η νοητική αναπηρία μπορεί να συνυπάρξει με άλλες διαταραχές όπως είναι η ΔΕΠ-Υ, οι διαταραχές διάθεσης, οι διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές – αυτισμός, οι διαταραχές στερεοτυπικών κινήσεων και άλλες ψυχικές διαταραχές συνδεδεμένες με τραυματισμούς ή άλλα προβλήματα (Wilmshurst, 2009).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and Statistical manual of mental disorder (5th ed.) DSM-5TM Washington, DC: American Psychiatric Association
Bertelli, M. O., Munir, K., Harris, J., & Salvador-Carulla, L. (2016). “Intellectual developmental disorders”: reflections on the international consensus document for redefining “mental retardation-intellectual disability” in ICD-11. Advances in mental health and intellectual disabilities
Carulla, L. S., Reed, G. M., Vaez-Azizi, L. M., Cooper, S. A., Leal, R. M., Bertelli, M., … & Girimaji, S. C. (2011). Intellectual developmental disorders: towards a new name, definition and framework for “mental retardation/intellectual disability” in ICD‐11. World Psychiatry, 10(3), 175- 180.
Pratt, H. D., & Greydanus, D. E. (2007). Intellectual disability (mental retardation) in children and adolescents. Primary Care: Clinics in Office Practice, 34(2), 375-386.
Στασινός, Δ. (2020). Η ειδική συμπεριληπτική εκπαίδευση – 2027. Αθήνα: Παπαζήση
Shevell, M. (2008). Global developmental delay and mental retardation or intellectual disability: conceptualization, evaluation, and etiology. Pediatric Clinics of North America, 55(5), 1071-1084.
The ICD-10 classification of mental and behavioral disorders: clinical descriptions and diagnostic guidelines. Geneva: World Health Organization
Wilmshurst, L. (2009). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Μια αναπτυξιακή προσέγγιση. Μετάφραση: Μ. Κουλεντιανού. Επιμέλεια έκδοσης: Η. Μπεζεβέγκης. Αθήνα: Gutenberg
Χατζηχρήστου, Χ. (2011). Κοινωνική και Συναισθηματική Αγωγή στο Σχολείο: Πρόγραμμα για την προαγωγή της ψυχικής υγείας και της μάθησης στη σχολική κοινότητα. Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αθήνα: Τυπωθήτω
Είμαι απόφοιτος του τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου το 2019. Αμέσως μετά και μέχρι σήμερα είμαι μεταπτυχιακή φοιτήτρια της Σχολικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ με ειδίκευση στις Εφαρμογές της ψυχολογίας στη σχολική κοινότητα. Παράλληλα με τις σπουδές μου, το 2018, εκπαιδεύτηκα στην εκπαίδευση ενηλίκων και την τρέχουσα περίοδο πραγματοποιώ εκπαίδευση στην Διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης. Ασχολούμαι με ιδιαίτερα μαθήματα ενώ έχω πραγματοποιήσει πρακτικές σε Λύκεια ενώ αυτό το διάστημα η πρακτική μου άσκηση πραγματοποιείται στο 2ο Ε.Ε.Ε.ΕΚ Πειραιά, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος.