Το τελευταίο χρονικό διάστημα, εξαιτίας της εμφάνισης του Covid-19, όχι μόνο στην χώρα μας, αλλά παγκοσμίως, δημιουργήθηκε η ανάγκη να προσαρμόσουμε όλοι -χωρίς εξαιρέσεις- την καθημερινή μας ζωή σε μια νέα πραγματικότητα.
Μέχρι να φτάσει στην χώρα μας ο ιός, φάνταζε σαν κάτι μακρινό, ωστόσο τα κρούσματα άρχισαν να αυξάνονται, όπως και ο αριθμός των θανάτων, καθιστώντας την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μια τέτοια συνθήκη, λοιπόν, αποτελεί μια κατάσταση κρίσης.
Η κρίση ορίζεται ως μία αναστάτωση, αλλά και μια αδυναμία διατήρησης μιας σταθερής συναισθηματικής κατάστασης (Caplan, 1964). Θα λέγαμε πως πρόκειται για γεγονότα τα οποία οδηγούν στον επαναπροσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο καθένας τον κόσμο και τη θέση του σε αυτόν.
Σύμφωνα με τον Slaiken (1990), η κρίση χαρακτηρίζεται ως μια προσωρινή κατάσταση αναταραχής και αποδιοργάνωσης, ορισμένη πρωταρχικά από την αδυναμία αντιμετώπισης εκ μέρους του ατόμου μιας συγκεκριμένης κατάστασης μέσω της χρήσης συνήθων μεθόδων επίλυσης προβλημάτων, αλλά και από την πιθανότητα μιας ριζικά θετικής ή αρνητικής έκβασης.
Προκειμένου να είμαστε σε θέση, ώστε να αναγνωρίσουμε μια τέτοια κατάσταση, είτε σε ένα άτομο είτε σε μια ομάδα, κάποια γνωρίσματά της που είναι χαρακτηριστικά είναι τα εξής:
-η διακοπή της ρουτίνας
-η έκπληξη για το γεγονός
-η κλιμάκωση των γεγονότων συνοδευόμενη από την αίσθηση της απώλειας του ελέγχου
-η διάδοση της αρνητικής δημοσιότητας
-η αυξημένη ζήτηση πληροφοριών
-η υπερβολική ροπή για έλεγχο της κατάστασης και
-οι εικασίες για το γεγονός.
Περιστατικά κρίσης μπορεί να οφείλονται σε έναν βίαιο ή/και απροσδόκητο θάνατο, σε έναν επαπειλούμενο θάνατο ή/και τραυματισμό, σε πράξεις πολέμου, σε φυσικές ή προκαλούμενες από τον άνθρωπο καταστροφές, καθώς και σε απειλητικές για τη ζωή ασθένειες.
Σε αυτή την τελευταία περίπτωση θα κατατάσσαμε και τον Covid-19, ο οποίος οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα, πια, στον θάνατο όχι μόνο ηλικιωμένους, αλλά και νεότερους ηλικιακά ανθρώπους, προκαλώντας οξεία θλίψη καθολικά.
Ο θάνατος, παρόλα αυτά, συνιστά μια φυσιολογική εξέλιξη στην πορεία της ζωής. Η αναπάντεχη απώλεια ενός αγαπημένου ατόμου, όμως, δεν αφήνει το περιθώριο άμεσης αποδοχής του γεγονότος αυτού.
Η θλίψη, που νιώθει το άτομο που βιώνει το γεγονός του θανάτου, θεωρείται ως μια αναμενόμενη αντίδραση στην απώλεια όχι μόνο ενός ατόμου, αλλά και ενός αντικειμένου. Κάποιος, δηλαδή, μπορεί να νιώσει θλιμμένος για την απώλεια ενός ανθρώπινου μέλους, σωματικών λειτουργιών ή ακόμα και της τέλειας αυτοεικόνας του.
Η απώλεια που βιώνει ένα άτομο ενδέχεται να είναι πραγματική ή φανταστική, ενώ, επίσης, περιλαμβάνονται σε αυτή συναισθηματικές αντιδράσεις προς την αντιλαμβανόμενη απώλεια που χαρακτηρίζονται από έντονο πόνο, αλλαγές στη διάθεση και την ψυχοσύνθεσή του.
Το πένθος, από την άλλη, αποτελεί μια φυσιολογική αντίδραση στο θάνατο αγαπημένου προσώπου. Σύμφωνα με τον Freud, το πένθος που ακολουθεί ένα θάνατο, χαρακτηρίζεται ως «αποκάθεξη», δηλαδή ως μια διαδικασία λύσης των συναισθηματικών δεσμών με τον νεκρό, με στόχο να αποδεχθεί το άτομο την πραγματικότητα της απώλειας.
Σαν μέρος της αντίδρασής τους αυτής στην απώλεια, μερικά άτομα που βιώνουν το πένθος, παρουσιάζουν συμπτώματα όμοια με εκείνα του καταθλιπτικού επεισοδίου (για παράδειγμα διαταραχές φαγητού, διαταραχές ύπνου, ευερεθιστότητα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, κ.α.).
Κατά τις πρώτες μέρες, το πένθος ενδέχεται να προκαλέσει ακόμα και σωματικά συμπτώματα, καθώς βιώνεται συχνά και με φυσικό πόνο, όπως κόπωση. Ωστόσο, η διάρκεια και η έκφραση του «φυσιολογικού» πένθους ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων.
Το πένθος και η αντίδρασή του σε αυτό βιώνεται μέσα από πέντε βασικά στάδια ή φάσεις (Kübler-Ross).
Το πρώτο στάδιο είναι αυτό της άρνησης ως προς τα γεγονότα, τις επιπτώσεις ή την πιθανότητα του θανάτου. Το άτομο στο στάδιο αυτό διακατέχεται από ένα πρώτο ψυχολογικό σοκ, ενώ βρίσκεται παράλληλα σε έντονη συναισθηματική σύγχυση ⸱ στόχος του συγκεκριμένου σταδίου είναι η προστασία του ατόμου από την οδυνηρή πραγματικότητα.
Επόμενο στάδιο-φάση είναι εκείνο του θυμού, το οποίο χαρακτηρίζεται και από άλλα έντονα συναισθήματα όπως εκείνο της θλίψης, των ενοχών, της απώλειας ελέγχου, κ.α.
Τρίτο στάδιο συνιστά η διαπραγμάτευση, κατά τη διάρκεια του οποίου το άτομο αρχίζει να σκέφτεται τι θα μπορούσε να έχει κάνει, έτσι ώστε να αποτρέψει την απώλεια ⸱ ουσιαστικά το άτομο επιζητά να βρει μία λύση που θα του απομακρύνει την θλίψη και τον πόνο που βιώνει.
Μετά την διαπραγμάτευση το άτομο περνά στο στάδιο της θλίψης ή κατάθλιψης, προκειμένου να φτάσει στο στάδιο της αποδοχής, όπου το άτομο που πενθεί γνωρίζει πλέον ότι η απώλεια είναι υπαρκτή, οπότε και αρχίζει να συμφιλιώνεται με το θάνατο (ή και με την ιδέα του θανάτου).
Για να βοηθηθεί το άτομο που πενθεί και να ανακουφιστεί από αυτό το «τραυματικό» γεγονός, κρίνεται σημαντική η συζήτηση για το θάνατο του ατόμου, που έχει χαθεί, με φίλους και συνεργάτες, προκειμένου να καταλάβουν τι συνέβη, αλλά και για να θυμάται το ίδιο τον θανόντα η άρνηση της αποδοχής του θανάτου συνιστά έναν εύκολο τρόπο για την απομόνωση του εαυτού και την αποδιοργάνωση του υποστηρικτικού του συστήματος από την διαδικασία.
Μία ακόμη συνιστώσα, έτσι ώστε να καταπραϋνθεί το πένθος που βιώνεται, είναι εκείνη της αποδοχής των συναισθημάτων του ατόμου, όπως η θλίψη ή η απογοήτευση, συναισθήματα φυσιολογικά σε μία τέτοια συνθήκη.
Καλό θα ήταν, επίσης, το άτομο να μην παραμελεί τον εαυτό του και την οικογένειά του, ενώ, ακόμη, και η προσέγγιση και η παροχή βοήθειας σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν την απώλεια αποτελεί μία αποτελεσματική μέθοδο ώστε να αισθανθεί όχι μόνο το ίδιο, αλλά και η άλλη πλευρά στην οποία απευθύνεται, καλύτερα.
Παρόλα αυτά, αν το άτομο αισθάνεται ακόμα ισχυρή εξουθένωση και το πένθος διαρκεί περισσότερο από το φυσιολογικό, μπορεί να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό, όπου μέσω της ψυχοθεραπείας, θα είναι σε θέση να αντεπεξέρχεται σε δύσκολες καταστάσεις, καθώς και σε θέματα που σχετίζονται με σκέψεις και συναισθήματα για την απώλεια του θανόντα, τη ζωή, αλλά και για στόχους και σχέδια για το μέλλον.
Είμαι απόφοιτος του τμήματος ΦΠΨ του ΕΚΠΑ από το 2018. Το 2019 και μέχρι σήμερα ασχολούμαι με το μεταπτυχιακό μου δίπλωμα στη Σχολική Ψυχολογία με ειδίκευση στις εφαρμογές της Ψυχολογίας στη σχολική κοινότητα. Παράλληλα κάνω επιμόρφωση στη Διδασκαλία της ελληνικής ως 2ης/ξένης γλώσσας, καθώς και στην εκπαίδευση ενηλίκων. Τον τελευταίο χρόνο διδάσκω ελληνικά σε ξένους. Έχω κάνει πληθώρα πρακτικών, κυρίως σε Γυμνάσια της Αττικής, ενώ την τρέχουσα περίοδο η πρακτική μου στα πλαίσια του μεταπτυχιακού μου πραγματοποιείται σε ΚΕΣΥ της Γ Αθήνας. Παράλληλα, εργάζομαι ως ερευνητική βοηθός στο τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ.