Γενικά
Ο κερατοειδής είναι ένας διαφανής χιτώνας (το πρόσθιο τμήμα του ινώδη χιτώνα του οφθαλμού, το οπίσθιο τμήμα είναι ο σκληρός), ο οποίος αποτελεί το πρόσθιο 16 τμήμα του βολβού του οφθαλμού. Είναι ανάγγειος ιστός και παίζει το κυριότερο ρόλο στη διαθλαστική λειτουργία του ματιού( στην εστίαση των αντικειμένων στον αμφιβληστροειδή). Ο κερατοειδής αποτελείται από έξω προς τα μέσα από τις εξής στιβάδες: α) επιθήλιο β)μεμβράνη του Bowman γ)στρώμα ή ίδια ουσία του κερατοειδούς δ)μεμβράνη Descemet ε)ενδοθήλιο, το οποίο δεν έχει αναγεννητική ικανότητα σε περίπτωση καταστροφής του.
Αίτια
Η φλεγμονή του
κερατοειδούς ονομάζεται κερατίτιδα και είναι δυνατον να
οφείλεται:
1. Σε μόλυνση από βακτήρια, μύκητες, ακανθοαμοιβάδα.
2. Σε μόλυνση από ιούς π.χ ερπητική κερατίτιδα, οφθαλμική προσβολή
έρπητα ζωστήρα, από αδενοϊό(επιδημική κερατοεπιπεφυκίτιδα).
3. Σε χημικά εγκαύματα καρατοειδούς από οξέα ή βάσεις.
4. Σε αντίδραση του κερατοειδούς σε χρησιμοποιούμενα κολλύρια π.χ
αντιϊκά κολλύρια,
αντιβιοτικά
ευρέος φάσματος, τοπικά αναισθητικά, οπότε προκαλείται απόπτωση του
επιθηλίου του κερατοειδούς( στικτή κερατίτιδα).
5. Σε φυσικα αίτια π.χ έκθεση πολύ ώρα σε υπεριώδη ακτινοβολία,
όπως συμβαίνει σε χιονοδρόμους που δεν φορούν γυαλιά ή σε αυτούς που
εργάζονται με ηλεκτροσυγγόληση ή οξυγονοκόλληση, χωρίς
προστατευτικά γυαλιά.
6. Σε μηχανικό τραυματισμό και ξένα σώματα στον κερατοειδή.
7. Σε διαταραχή της νεύρωσης του κερατοειδούς από το τρίδυμο
νεύρο(Νευροπαραλυτική κερατίτιδα), η οποία προκαλείται συνήθως από
διατομή του νεύρου, λόγω τραύματος ή προηγηθείσας εγχείρησης.Η
αισθητικότητα του κερατοειδή είναι σημαντικά μειωμένη, μ’αποτέλεσμα
στο κέντρο του να εμφανίζεται θολερότητα, η οποία μεταπίπτει σε
εξέλκωση, επεκτεινόμενη σε βάθος και πλάτος, χωρίς υποκειμενική
συμπτωματαλογία του ασθενούς.
8. Σε έκθεση του κερατοειδούς, λόγω αδυναμίας σύγκλεισης των
βλεφάρων, μ’αποτέλεσμα τη μη εφύγρανσή του από τα δάκρυα και τη
ξήρανση π.χ εκσεσημασμένος εξόφθαλμός, πάρεση προσωπικού νεύρου,
παθήσεις των βλεφάρων.
9. Σε διαταραχή έκκρισης των δακρύων μ’αποτέλεσμα τη σημαντική
ξηροφθαλμία π.χ σε αβιταμίνωση Α, σε σύνδρομο
Sjogren).
Κλινική εικόνα
Τα κυριότερα συμπτώματα μιας κερατίτιδας είναι:
1. Αίσθημα ξένου σώματος και έντονος πόνος.
2. Φωτοφοβία.
3. Αντανακλαστική υπερέκριση δακρύων.
4. Μείωση της όρασης, λόγω της θόλωσης του κερατοειδούς.
5. Εγχρωμη άλως, η οποία οφείλεται στο αναπτυσσόμενο λόγω φλεγμονής
οίδημα του κερατοειδούς, οπότε υπάρχει σκεδασμός του φωτός κατά τη
διαλευσή του μέσα από το οιδηματικό στρώμα.
6. Περικεράτια ένεση (υπεραιμία των αγγείων του σκληροκερατοειδούς
ορίου), η οποία ευθύνεται για την εικόνα του κόκκινου ματιού.
Μικροβιακή κερατίτιδα
Βακτήρια τα οποία μπορεί να προκαλέσουν κερατίτιδα σ’ένα ακέραιο
επιθήλιο είναι η Neisseria gonorrhoae, το κορυνοβακτηρίδιο της
διφθερίτιδας, η λιστέρια, ο αιμόφιλος. Συχνότερα όμως έχουμε
απώλεια της ακεραιότητας του κερατοειδικού επιθηλίου, όπως
συμβαίνει σε χρήστες φακών επαφής, σε τραύμα, σε ξηροφθαλμία, σε
μεθερπητικό έλκος κερατοειδούς και
στη συνέχεια ακολουθεί η μικροβιακή επιμόλυνση του κερατοειδούς από
πνευμονιόκοκκο, σταφυλόκοκκο, ψευδομονάδα(σοβαρότατη φλεγμονή, η
οποία μπορεί να οδηγήσει εντός 48 ωρών στη διάτρηση του
κερατοειδους). Στην περίπτωση της κερατίτιδας από πνευμονιόκοκκο,
συχνός είναι ο σχηματισμός έλκους με υπεγερμένα χείλη στον
κερατοειδή και η συλλογή πύου στον πρόσθιο θάλαμο (υπόπυο).
Η θεραπεία περιλαμβάνει την τοπική χορήγηση ενισχυμένων
αντιβιοτικών σταγόνων πολύ συχνά, κάθε 30 min στην αρχή και ανάλογα
με την ανταπόκριση, ανά μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα στη συνέχεια.
Μπορεί να γίνουν ενέσεις αντιβιοτικών υπό τον επιπεφυκότα και σε
βαριές περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί συστηματικη αντιβιοτική
αγωγή(από το στόμα ή και ενδοφλέβια). Σε περίπτωση σχηματισμού
έλκους, είναι σκόπιμο η θεραπεία να γίνεται μέσα σε νοσοκομείο.
Μυκητιασική κερατίτιδα
Η μυκητιασική κερατίτιδα συνήθως εμφανίζεται 2-4 εβδομάδες μετά από τραυματισμό με οργανικό υλικό, όπως ξύλο(συχνότερα σε αγρότες). Φλεγμονή κερατοειδούς από μύκητες έχουμε σε άτομα που πάσχουν από χρόνια νόσο του κερατοειδούς ή από κάποια γενική χρόνια νόσο(π.χ ασθενείς ανοσοκατεσταλμένοι). Η θεραπεία γίνεται με αντιμυκητιασικά φάρμακα τοπικά και συστηματικά και είναι μακροχρόνια.
Κερατίτιδα από ακανθοαμοιβάδα
Η φλεγμονή του κερατοειδούς από ακανθοαμοιβάδα παρατηρείται σε χρήστες φακών επαφής, που δεν ακολουθούν πιστά τις οδηγίες καθαρισμού των φακών. Η ακανθοαμοιβάδα είναι ένα πρωτόζωο το οποίο βρίσκεται στον αέρα, στο νερό και μπορεί να επιβιώσει, με τη μορφή κύστης, ακόμα και σε εχθρικό περιβάλλον π.χ σε χλωριωμένες πισίνες. Η συμπτωματολογία είναι άτυπη και η διάγνωση τίθεται με ειδικές χρώσεις σε ξέσματα κερατοειδούς από τα σημεία της βλάβης. Η θεραπεία γίναται με σταγόνες και αλοιφή προπαμιδίνης (Brolene), χωρίς να είναι πάντα απόλυτα αποτέλεσματική.Αρκετα συχνά ο ασθενής μπορεί να οδηγηθεί σε μεταμόσχευση κερατοειδούς.
Θα πρέπει να τονίσουμε λοτι και στους τρείς τύπους κερατίτιδας, που αναφέρθηκαν, είναι απαραίτητη η λήψη ξεσμάτων του κερατοειδούς, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες χρώσεις και καλλιέργειες για την ταυτοποίηση του παθογόνου μικροοργανισμού και την επιλογή της κατάλληλης αντιβιοτικής αγωγής.
Ερπητική κερατίτιδα
Οσον αφορά την ερπητική κερατίτιδα, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι 90%των ατόμων άνω των 15 ετών έχουν μολυνθεί στο παρελθόν από τον ιό του απλού έρπητα. Υπάρχουν δύο τύποι του ιού: ο τύπος 1, ο οποίος προκαλεί αλλοιώσεις πάνω από τη μύτη (δέρμα, βλέφαρα, οφθαλμός, χείλη) και ο τύπος 2 (έρπης γεννητικών οργάνων). Η πρωτοπαθής μόλυνση γίνεται συνήθως μεταξύ 6 μηνών και 5 ετών με άμεση επαφή (φίλημα, στενή επαφή με άτομα με επιχείλιο έρπητα) ή σε μεγαλύτερες ηλικίες και με τη σεξουαλική επαφή. Η πρωτοπαθής λοίμωξη είναι πολύ ήπια και μπορεί να εκδηλωθεί ως βλεφαροεπιπεφυκίτιδα, με δερματικές αλλοιώσεις των βλεφάρων, καθώς και με προσβαλή του κερατοειδούς (στικτή κερατίτιδα, σπάνια δενδριτική), που συνήθως ιάται χωρίς υπολλείματα. Ο ιός μεταναστεύει στο νευρικό σύστημα μετά την πρωτοπαθή λοίμωξη, όπου παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση. Σε ορισμένα άτομα και συνήθως κάτω από συνθήκες άγχους, πυρετού, κακής γενικής υγείας, έκθεσης στον ήλιο, τοπικής ή γενικής κορτιζονοθεραπείας ή μετά από τραύμα ο ιός επανεργοποιείται, οπότε μιλάμε για υποτροπιάζουσα ερπητική κερατίτιδα.
Χαρακτηριστικό εύρημα στην ερπητική κερατίτιδα είναι η εμφάνιση αλλοιώσεων στον κερατοειδή, οι οποίες βάφονται με ειδική χρωστική και δίνουν την εικόνα κλαδιού δέντρου( δενδριτική κερατίτιδα). Οι αλλοιώσεις συνοδεύονται από υπαισθησία του κερατοειδούς. Ο ιός μπορεί να προσβάλλει και πιο βαθιά το στρώμα του κερατοειδούς( δισκοειδής , νεκρωτική κερατίτιδα) και να οδηγήσει, χωρίς θεραπεία, σε ανάπτυξη παθολογικών αγγείων ή και σε διάτρηση του κερατοειδούς.
Η θεραπεία γίνεται με αντιϊκά φάρμακα π.χ ακυκλοβίρη-Zovirax σε αλοιφή ή σταγόνες, ενώ σε πιο σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν αντιϊκά φάρμακα από το στόμα. Σε περίπτωση προσβολής του στρώματος χρησιμοποιούνται κορτιζονούχα κολλύρια σε συνδυασμό με αντιϊκα. Το μεγάλο πρόβλημα με την ερπητική κερατίτιδα είναι οι υποτροπές, οι οποίες είναι απρόβλεπτες, ποικίλλουν από άτομο σε άτομο και δεν υπάρχει τρόπος, εκτός από τη διατήρηση καλής σωματικής και ψυχικής υγείας του ασθενούς, να προληφθούν. Επανειλημένες προσβολές προκαλούν συνήθως μη αναστρέψιμες βλάβες των ιστών του κερατοειδούς(λεύκωμα) με μόνη θεραπευτική λύση τη μεταμόσχευση κερατοειδούς.
Ο ιός του έρπητα ζωστήρα είναι ίδιος με αυτόν που προκαλεί την ανεμοβλογιά. Συνήθως προσβάλλει ηλικιωμένα άτομα, με ανοσία έναντι της ανεμοβλογιάς, τα οποία έχουν μειωμένη άμυνα π.χ άτομα που πάσχουν από αιματολογικά νοσήματα, νεοπλάσματα, άτομα που βρίσκονται σε χρόνια κορτιζονοθεραπεία. Χαρακτηριστικές είναι οι δερματικές αλλοιώσεις(φυσαλίδες οι οποίες ρήγνυται και αφήνουν εξελκώσεις), οι οποίες έχουν χαρακτηριστική κατανομή στο μέτωπο, φρύδι, βλέφαρο πάντοτε ετερόπλευρα. Εντονος πόνος και αίσθημα καύσου στην προσβεβλημένη περιοχή αναφέρεται συχνά από τον ασθενή. Η προσβολή του κερατοειδούς μπορεί να εκδηλωθεί ως στικτή κερατίτιδα ή σπανιότερα ως μικροδενδριτική(μπορεί να υπάρξει σύγχυση με την ερπητική κερατίτιδα), ως νομισματοειδής με υποεπιθηλιακές διηθήσεις, ως δισκοειδής. Η θεραπεία γίνεται με χορήγηση υψηλών δόσεων ακυκλοβίρης από το στόμα, όσο το δυνατό γρηγορότερα και με τη χρήση μικτού κολλυρίου (κορτικοστεροειδές και αντιβιοτικό) για τις οφθαλμικές επιπλοκές.
Χειρουργός Οφθαλμίατρος