Γενικά
Κατά τη διάρκεια της λοχείας είναι δυνατό να παρουσιαστούν ορισμένες επιπλοκές, οι οποίες τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζονται σχετικά εύκολα. Οι παθολογικές αυτές επιπλοκές διακρίνονται σε γενικές γραμμές σε αιμορραγίες και φλεγμονές.
Αιμορραγία
Η αιμορραγία της λοχείας διακρίνεται στην άμεση, δηλαδή εντός δύο ωρών από των τοκετό, στην πρώιμη, δηλαδή εντός 24 ωρών από τον τοκετό και στην όψιμη, η οποία μπορεί να εμφανίσθεί από τη 2η ημέρα έως και 6 εβδομάδες μετά. Συνήθως εμφανίζεται μετά από 7-10 ημέρες. Οι κυριότερες αιτίες της αιμορραγίας είναι η ατονία της μήτρας, οι ρήξεις του κόλπου και του τραχήλου ή ακόμα και της μήτρας, οι διαταραχές της πηκτικότητας, ενώ η συνηθέστερη αιτία της όψιμης λοχείας είναι η κατακράτηση παραπλακούντα ή τμήματος του πλακούντα ή των υμένων.
Στην αιμορραγία χορηγούνται μητροσυσπαστικά φάρμακα και ωκυτοκίνη, ενώ σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται επισκοπικός έλεγχος του κόλπου και του τραχήλου της μήτρας για τυχόν ρήξεις κατά τον τοκετό, καθώς και δακτυλική επισκόπηση της μήτρας για τον έλεγχο της ακεραιτότητάς της και της ύπαρξης υπολλειμάτων πλακούντα ή υμένων, ενώ η συνήθης αντιμετώπισή της περιλαμβάνει αρχικά την απόξεση του ενδομητρίου.
Σε περίπτωση σοβαρής και απειλητικής αιμορραγίας, η οποία μπορεί να έχει προκαλέσει στην λεχωίδα ολιγαιμική καταπληξία, απαιτείται αντιμετώπιση της καταπληξίας και μετάγγιση μεγάλης ποσότητας αίματος και αν η αιμορραγία συνεχίζεται, μπορεί να αποφασιστεί η εκτέλεση λαπαροτομίας για απολίνωση αγγείων ή για εκτέλεση μαιευτικής ολικής υστερεκτομίας.
Φλεγμονή
Η φλεγμονή της λοχείας αφορά σε φλεγμονή του γεννητικού συστήματος που μπορεί να είναι είτε επιδημική, η οποία όμως πλέον είναι πολύ σπάνια, καθώς τηρούνται αυστηροί προληπτικοί κανόνες ελέγχου του προσωπικού των αιθουσών των τοκετών και απομακρύνονται οι φορείς του στρεπτόκοκκου που την προκαλεί, είτε μπορεί να είναι σποραδική. Η σποραδική μορφή της λοίμωξης οφείλεται σε μικρόβια και μικροοργανισμούς της κολπικής χλωρίδας ή του εντέρου της γυναίκας. Πρόκειται για τα κοινά παθογόνα μικρόβια όπως το κολοβακτηρίδιο, ο στεπτόκοκκος, ο σταφυλόκοκος κ.α. Οι προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της φλεγμονής είναι η αιμορραγία, οι τραυματισμοί του τραχήλου, του κόλπου και του περινέου, οι μεγάλες τομές και οι εκτεταμένες ρήξεις, οι ενδομήτριοι χειρισμοί, η πρώιμη και μακροχρόνια ρήξη των υμένων, η κατακράτηση τμήματος του πλακούντα ή των υμένων, η των λοχίων στη μήτρα, η αναιμία, η κακή διατροφή, η πρώιμη σεξουαλική επαφή, το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Η συχνότερη φλεγμονή της λοχείας είναι η ενδομητρίτιδα.
Τα κύρια συμπτώματά της είναι υψηλός πυρετός, άνω των 38ο C, ανορεξία, καταβολή, ήπια και διάχυτα άλγη στο υπογάστριο, δύσοσμα πυοαιματηρά λόχια, ενώ άλλα σταθερά ευρήματα είναι η ταχυκαρδία και η ατελής παλινδρόμηση της μήτρας, η οποία ψηλαφάται μεγαλύτερη και μαλακότερη. Τα εργαστηριακά ευρήματα της ενδομητρίτιδας είναι η λευκοκυττάρωση και η αυξημένη ΤΚΕ. Η αντιμετώπισή της βασίζεται στη χορήγηση της κατάλληλης αντιβίωσης, η οποία προκύπτει ύστερα από καλλιέργεια και αντιβιόγραμμα σε δείγμα από τα λόχια.
Η επέκταση της ενδομητρίτιδας ή μητρίτιδας με τη φλεβική οδό, στο φλεβικό δίκτυο της ελάσσονος πυέλου και κυρίως στις ωοθηκικές φλέβες έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη θρομβοβλεβίτιδας. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από αυτή τη σηπτική θρομβοφλεβίτιδα είναι η πιθανότητα απόσπασης σηπτικών εμβόλων, τα οποία με την κυκλοφορία του αίματος μπορεί να μεταφερθούν και να εγκατασταθούν στους πνεύμονες, τους νεφρούς, στις καρδιακές βαλβίδες και αλλού, με ανάλογο κίνδυνο και απειλή για τη ζωή της λεχωίδας, από την πρόκληση πνευμονικών ή άλλων εμβολών. Στην περίπτωση διάγνωσης εν τω βάθει θρομβοφλεβίτιδας, η οποία γίνεται με φλεβογραφία και Doppler αγγειογραφία, η θεραπευτική αντιμετώπιση περιλαμβάνει και χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής. Σε κάθε περίπτωση η θεραπεία της φλεγμονής στη λοχεία συνίσταται στη χορήγηση των κατάλληλων αντιβιοτικών και μητροσυσπαστικών φαρμάκων.
Θρομβοεμβολική νόσος
Μία άλλη επιπλοκή της λοχείας είναι η θρομβοεμβολική νόσος, η οποία αποτελεί και μία σοβαρή επιπλοκή. Η νόσος αυτή μπορεί να εκδηλωθεί α.στο επιπολής φλεβικό δίκτυο, β. στις εν τω βάθει φλέβες των κάτω άκρων και γ. στο πυελικό φλεβικό πλέγμα και ιδιαίτερα τα γεννητικά όργανα. Προδιαθεσικοί παράγοντες θεωρούνται η φλεβική στάση, οι μεταβολές της πηκτικότητας του αίματος μετά από καισαρική τομή ή φυσιολογικό τοκετό και η παρατεταμένη ακινησία.
Η επιπολής φλεβοθρόμβωση χαρακτηρίζεται από πυρετό και τοπικά κυρίως συμπτώματα, όπως εντοπισμένο άλγος, οίδημα και θερμότητα. Η θεραπεία συνίσταται στην ελαστική περίδεση του προσβεβλημένου σκέλους, στην τοπική εφαρμογή αναλγητικών, αντιφλεγμονωδών σκευασμάτων και στην ανάπαυση της λεχωίδας.
Η εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση εκδηλώνεται με παρόμοια συμπτώματα με την επιπολής, όπως πόνος, αύξηση θερμοκρασίας, οίδημα και ενδεχομένως και ωχρότητα του σύστοιχου κάτω άκρου, αλλά είναι βαρύτερης πρόγνωσης. Η θεραπευτική της αντιμετώπιση, εκτός από την ελαστική περίδεση και την ανύψωση των σκελών, μπορεί να περιλαμβάνει αντιβίωση και αντιπηκτική αγωγή.
Υποπαλινδρόμηση της μήτρας
Επίσης κατά τη λοχεία μπορεί να παρουσιαστεί η λεγόμενη υποπαλινδρόμηση της μήτρας, κατά την οποία η διαδικασία παλινδρόμησης του μυομητρίου αναστέλλεται ή καθυστερεί. Συνήθως οφείλεται σε κατακράτηση τμήματος του πλακούντα ή των υμένων και την πρόσθια και οπίσθια υπέρκαμψη της μήτρας. Συνεπάγεται συνήθως παράταση του χρόνου αποβολής των λοχείων ή αύξηση της ποσότητας αυτών. Κατά τη γυναικολογική εξέταση η μήτρα φαίνεται μεγαλύτερη και μαλακότερη από το αναμενόμενο. Η θεραπευτική αντιμετώπισή της συνίσταται στη χορήγηση μητροσυσπαστικών φαρμάκων και στην κινητοποίηση της λεχωίδας.
Επιπλοκές από το ουροποιητικό σύστημα
Η λοχεία μπορεί να επιφέρει ορισμένες επιπλοκές στο ουροποιητικό σύστημα, όπως η επίσχεση των ούρων, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι μετά τον τοκετό η ουροδόχος κύστη χάνει την ευαισθησία της στον αυξημένο όγκο των ούρων που περιέχει, ενώ χαλαρώνουν τα τοιχώματά της. Επίσης δεν αποκλείεται και η δημιουργία κακώσεων της ουρήθρας ή των παρακείμενων ιστών. Για το λόγω αυτό, για το πρώτο 24ωρο μετά τον τοκετό τοποθετείται καθετήρας ουροδόχου κύστεως. Μετά την αφαίρεσή του γίνεται έλεγχος της ούρησης της λεχωίδας, για την αποφυγή ατελούς κένωσης της ουροδόχου κύστης, ενώ εάν διαπιστωθεί κάτι τέτοιο ο καθετήρας επανατοποθετείτα για άλλες 24ώρες. ’λλη επιπλοκή της λοχείας στο ουροποιητικό σύστημα είναι η κυστίτιδα, η οποία οφείλεται σε λοίμωξη των γεννητικών οργάνων, ή σε επανειλλημένους καθετηριασμούς της ουροδόχου κύστεως ή ακόμα και σε χειρισμούς κατά τον τοκετό. Τα συνήθη συμπτώματά της είναι η συχνουρία και δυσουρία, ενώ η θεραπεία της συνίσταται στη χορήγηση της κατάλληλης αντιβίωσης, ύστερα από προηγούμενη ουροκαλλιέργεια. Μία πιο σπάνια επιπλοκή του ουροποιητικού συστήματος είναι η πυελονεφρίτιδα, η οποία εμφανίζεται με υψηλό πυρετό, οσφυαλγία της πάσχουσας πλευράς και καταβολή. Η θεραπεία της γίνεται με αντιβίωση, ενώ απαιτείται ενυδάτωση και αποκατάσταση τυχόν συνυπάρχουσας αναιμίας.
Λοχιόμητρα
Μία ακόμη επιπλοκή είναι η κατακράτηση λοχίων στην ενδομητρική κοιλότητα, η οποία ονομάζεται λοχιόμητρα. Οφείλεται συνήθως σε στένωση του τραχηλικού στομίου λόγω συρραφής ρήξεως, στην ύπαρξη ογκόμορφων σχηματισμών στο κάτω τμήμα της μήτρας, καθώς και στην υπέρκαμψη της μήτρας τόσο την πρόσθια όσο και στην οπίσθια. Εμφανίζεται σε περιπτώσεις καισαρικών τομών, οι οποίες έγιναν χωρίς να έχει προηγηθεί διαστολή του τραχηλικού στομίου. Τα χαρακτηριστικά της είναι η απουσία ή η μειωμένη αποβολή λοχίων, η μεγαλύτερη και μαλακότερη μήτρα κατά την ψηλάφισή της και πυρετός. Εάν δεν αντιμετωπισθεί άμεσα μπορεί να δημιουργήσει ενδομητρίτιδα, καθώς τα λόχια αποτελούν ένα άριστο περιβάλλον για την ανάπτυξη μικροοργανισμών. Η θεραπευτική της αντιμετώπιση συνίσταται στη διευκόλυνση της εξόδου των λοχίων, που επιχειρείται με διαστολή του τραχηλικού αυλού και χορήγηση σπασμολυτικών και μητροσυσταλτικών φαρμάκων. Βοηθάει πολύ στη θεραπευτική αντιμετώπιση η κινητοποίηση της λεχωίδας και η ενυδάτωσή της, που συντελεί στη ρευστοποίηση των λοχίων.
Χαλάρωση του κόλπου και του περινέου
Συχνή επιπλοκή της λοχείας είναι η χαλάρωση του κόλπου και του περινέου, εξαιτίας κακής αποκατάστασης του τραύματος, που προκλήθηκε από την περιονεοτομία και τη ρήξη των γεννητικών οργάνων.
Ψύχωση της λοχείας
Τέλος δεν πρέπει να παραβλέπεται και η ψύχωση, η οποία είναι μία σπάνια μεν επιπλοκή της λοχείας αλλά μερικές φορές πολύ σοβαρή, όταν εκδηλωθεί. Η αντιμετώπισή της γίνεται από Ψυχίατρο, ενώ το παιδί πρέπει να απομακρυνθεί από τη μητέρα προσωρινά.
Σπούδασα στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας. Ειδικεύτηκα στην Παθολογία στο Νοσοκομείο “Ο Ευαγγελισμός”. Για περισσότερο από 15 χρόνια ασχολούμαι ενεργά με την Πληροφορική και ειδικότερα με τις εφαρμογές Internet. Έχω ιδρύσει την Εταιρία MediSign (ανάπτυξη web εφαρμογών για το χώρο της Υγείας). Το Care είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της.