Νέες διαγνωστικές μέθοδοι περιορίζουν την προληπτική διενέργεια της στεφανιαίας αγγειογραφίας και αποτελεσματικά φάρμακα μειώνουν τα εγκεφαλικά επεισόδια και τα εμφράγματα του μυοκαρδίου, ενώ η ταχύτατη πρόοδος επιστήμης και τεχνολογίας, σε λίγα χρόνια θα εφοδιάσει το κάθε άτομο με την ιδιαίτερη γονιδιακή του ταυτότητα, η οποία σε ψηφιακή μορφή θα είναι άμεσα χρησιμοποιήσιμη.
Τα παραπάνω ανακοινώθηκαν κατά την πρώτη ημέρα των εργασιών του 3ου Βορειοελλαδικού Καρδιολογικού Συνεδρίου, που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
Οι υπερτασικοί ασθενείς εμφανίζουν διπλάσια συχνότητα στηθάγχης, εμφράγματος του μυοκαρδίου, αλλά και αιφνίδιου θανάτου σε σχέση με τους μη υπερτασικούς. Ωστόσο, όπως ανέλυσε ο καθηγητής καρδιολογίας του ΑΠΘ, κ. Γεώργιος Παρχαρίδης, υπάρχουν φάρμακα που βοηθούν σημαντικά στην αντιμετώπιση των κινδύνων που διατρέχουν οι υπερτασικοί.
Φάρμακα πρώτης γραμμής, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι τα Α-ΜΕΑ (αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου), με τα οποία αφενός ελέγχεται η υπέρταση και αφετέρου βελτιώνεται η λειτουργία του ενδοθηλίου. Με τα Α-ΜΕΑ, όπως είπε, μειώνονται τα εγκεφαλικά επεισόδια κατά 38% και τα στεφανιαία κατά 28%.
Στη διαγνωστική σπουδαιότητα της μαγνητικής τομογραφίας αναφέρθηκε η επιμελήτρια β’ της καρδιολογικής κλινικής του Ωνασειου καρδιοχειρουργικού κέντρου, κ. Σ. Μαυρογένη, η οποία υποστήριξε ότι σε διάστημα μόλις μιάμιση ώρας, αναίμακτα και χωρίς την έκθεση του ασθενούς σε ακτινοβολία, εντοπίζονται στενώσεις των στεφανιαίων αγγείων καθώς και ανευρύσματα στα αγγεία.
Στο μεταξύ, γονιδιακή ταυτότητα σε ψηφιακή μορφή (CD ROM) θα μπορεί να έχει κάθε άτομο τα επόμενα χρόνια , καθώς είναι ήδη γνωστοί οι πιο κρίσιμοι γενετικοί παράγοντες που σχετίζονται με τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ενώ η διαδικασία ελέγχου του γενετικού υποστρώματος του ανθρώπου είναι απλή και δεν απαιτεί τίποτε περισσότερο από μία εξέταση αίματος και ανάλυση του DNA. Αυτά επισήμανε ο καθηγητής φαρμακολογίας στο τμήμα καρδιολογίας του πανεπιστημίου του Οχάιο Χ. Μπουντούλας.
Ο κ Μπουντούλας αναφέρθηκε στη σχέση φαρμακευτικής δράσης του γενετικού υποστρώματος και εξήγησε ότι οι γενετικοί παράγοντες επηρεάζουν τη δράση ενός φαρμάκου με δύο τρόπους. Πρώτον επηρεάζουν το μεταβολισμό του φαρμάκου και δεύτερον μεταβάλλουν την ευαισθησία των ενζύμων ή των υποδοχέων με αποτέλεσμα η δράση του φαρμάκου να διαφέρει από άτομο σε άτομο. Η γνώση του γενετικού υποστρώματος του κάθε ασθενή είναι μέγιστης σημασία για τον ορισμό της αποτελεσματικότερης φαρμακευτικής αγωγή, τόνισε ο κ Μπουντούλας.
Διαβάστε επίσης
- Υψηλά ποσοστά θανάτων από καρκίνο και καρδιαγγειακά στην Καβάλα
- Κενά στην ενημέρωση των νέων για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα
- Ο θυμός αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα
- Οι διαβητικοί αγνοούν τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα
- Εγκαιρη ενημέρωση για καρδιαγγειακά προβλήματα
Επιμέλεια σύνταξης ειδήσεων σχετικών με την Υγεία (Νέα από την Ελλάδα και τον Κόσμο) για το site Care.gr.