Το τεστ κοπώσεως, στο οποίο υποβάλλονταν μέχρι σήμερα οι ασθενείς που εμφάνιζαν κάποια συμπτώματα καρδιακής πάθησης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τα υγιή άτομα προκειμένου να διαγνωστούν ορισμένα σημάδια που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία αυτών στο μέλλον.
Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν επιστήμονες από το Johns Hopkins, οι οποίοι δημοσίευσαν την έρευνα τους στο Αμερικανικό συνέδριο College of Cardiology in Atlanta.
Οι ειδικοί λοιπόν υποστήριξαν πως το τεστ κοπώσεως στο διάδρομο μπορεί να οδηγήσει το γιατρό σε κάποια αρχικά συμπεράσματα για την μετέπειτα εξέλιξη της υγείας ενός ατόμου, που δεν παρουσιάζει στην παρούσα φάση συμπτώματα καρδιακών παθήσεων.
Επιστήμονες πραγματοποίησαν έρευνα στην οποία συμμετείχαν 2001 γυναίκες και 3775 άντρες. Ο μέσος όρος ηλικίας των γυναικών ήταν 40-80 ετών, ενώ των αντρών 30-79 ετών. Η έρευνα κράτησε 20 χρόνια, κατά τη διάρκεια της οποίας οι συμμετέχοντες υποβάλλονταν σε τεστ κοπώσεως και παρακολουθούντο τακτικά από τους γιατρούς.
Εάν και όσοι επιλέχθηκαν δεν είχαν κανένα σύμπτωμα καρδιακής πάθησης, κάποιοι απ’ αυτούς παρουσίασαν εργαστηριακά ευρήματα. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως οι γυναίκες, οι οποίες εμφάνισαν αρρυθμία ή κάποιο άλλο σύμπτωμα κατά τη διάρκεια των τεστ κοπώσεως είχαν 2.6 περισσότερες φορές πιθανότητα να παρουσιάσουν καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, συγκριτικά με τις γυναίκες που δεν είχαν κανένα σύμπτωμα. Το ίδιο αφορούσε και τους άντρες.
Οι γιατροί επισημαίνουν πως το τεστ κοπώσεως μπορεί να έχει περισσότερο προληπτικό χαρακτήρα και λιγότερο διαγνωστικό. Τα αποτελέσματα του μπορούν να βοηθήσουν τους ειδικούς να κατανοήσουν ποιοι ασθενείς έχουν ανάγκη από συστηματική επιτήρηση στο μέλλον.
Επιμέλεια σύνταξης ειδήσεων σχετικών με την Υγεία (Νέα από την Ελλάδα και τον Κόσμο) για το site Care.gr.