Ήταν περίπου η ώρα 11 το πρωί μιας ηλιόλουστης, αλλά πολύ δροσερής χειμωνιάτικης μέρας, παραμονή Χριστουγέννων, του έτους 19**. Ντυμένος με το κατακαίνουργιο καμηλό παλτουδάκι μου, με το γιακαδάκι να κουμπώνει ψηλά στο λαιμό, και τα μάλλινα καλτσάκια να ξεχειλώνουν πάνω από τα μποτίνια μου, περπατούσαμε με τη μάνα μου στο μονοπάτι. Βαδίζαμε μάλλον βιαστικά για το σπίτι μας. Θυμάμαι που κρατιόμουνα με το αριστερό μου χέρι από το φουστάνι της, ενώ στο δεξί μου χέρι κρατούσα ένα χαρτονένιο δέμα, δεμένο σταυρωτά με μια πράσινη κορδέλα, που κατέληγε σε μεγαλοπρεπή φιόγκο! Το περιεχόμενο του πακέτου μου ήταν άγνωστο. Ήξερα όμως ότι αυτό ήταν το δώρο μου για τα τρίτα μου γενέθλια (πριν 4 μέρες) και για τα Χριστούγεννα (την επόμενη μέρα), που μου χάρισε η μεγάλη Αγγλίδα Κυρία που ζούσε στο Μεγάλο σπίτι, κάπου μισό χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι μας, στα δυτικά κράσπεδα της Κερύνειας.
Σε λίγα λεπτά είχαμε δρασκελίσει το κατώφλι του σπιτιού μας, κι εγώ, χωρίς χρονοτριβή, έκανα ό,τι μπορούσα για να ξετυλίξω, όσο γινόταν πιο γρήγορα το πακέτο με το δώρο. Και μέσα σε χρόνο μηδέν, που όμως μου φάνηκε ατέλειωτος, τελικά βρέθηκα να είμαι ο ευτυχής κάτοχος ενός στενόμακρου μαύρου κουτιού από εμαγέ λαμαρίνα, που περιείχε δέκα λακκάκια με νερομπογιές, με τα χρώματά τους στη σειρά, να μοιάζουν σαν μια φέτα κομμένη από το ουράνιο τόξο, που μόλις χτες το απόγευμα παρατηρούσα με δέος να συγκρατεί με τη μεγαλοπρεπή του αψίδα τον ουράνιο θόλο. Μέσα στο πακέτο υπήρχαν ακόμα δυο πινέλα από τρίχες γκαμήλας και ένα μπλοκ με καμιά εικοσαριά φύλλα από ειδικό χαρτί για ακουαρέλες.
Είναι ορισμένα εντελώς τυχαία γεγονότα που σημαδεύουν ανεξίτηλα τη ζωή και τη μοίρα των ανθρώπων και διαδραματίζουν καίριο και αποφασιστικό ρόλο στη περαιτέρω πορεία τους στη ζωή.
Ένα τέτοιο γεγονός ήταν για μένα αυτή η αναπάντεχη κατοχή αυτού του κουτιού με τις νερομπογιές, τα πινέλα και το χαρτί για ακουαρέλες. Βέβαια, όταν άνοιξα το κουτί και αντίκρισα το περιεχόμενό του δεν ήξερα καλά-καλά περί τίνος επρόκειτο, δεν είχα ξαναδεί νερομπογιές ούτε και κάτι άλλο παρόμοιο. Δεν είχα καν αγγίξει ως τότε ούτε χρωματιστά μολύβια.
Ούτε και μπορώ σήμερα να θυμηθώ τι ακριβώς μεσολάβησε ως τη στιγμή που βρέθηκα να μουντζουρώνω ένα-ένα τα φύλλα του χαρτιού με άσκοπες είτε και κατευθυνόμενες πινελιές από τα διάφορα χρώματα και, πολύ σύντομα, και με τους συνδυασμούς τους!
Ούτε και θυμάμαι πότε και πως άρχισα την προσπάθεια να αποτυπώσω στο χαρτί σχήματα και εικόνες από τον περίγυρό μου. Το γεγονός όμως είναι ότι η κατοχή αυτού του μαγικού κουτιού με τις νερομπογιές αποτέλεσε την αιτία να χρησιμοποιήσω για πρώτη φορά τα μάτια μου και το μυαλό μου για να παρατηρήσω και όχι απλά να βλέπω τα γύρω μου.
Με τις νερομπογιές, τα πινέλα και το μπλοκ με το χαρτί στα χέρια μου, άρχισα να χρησιμοποιώ επωφελώς το μηχανισμό της όρασης και να μαθαίνω τον τρόπο της μετατροπής της παθητικής οπτικής παράστασης σε συνειδητή εικόνα, με τις συγκεκριμένες χωριακές, τοπογραφικές, χρωστικές; και φωτεινοσκιερές σχέσεις μεταξύ των επιμέρους τμημάτων της.
Άρχισα την προσπάθεια της αναπαράστασης στο χαρτί του σχήματος, της μορφής, του χρώματος και της φωτοσκίασης των αντικειμένων και των μορφών του άμεσου περιβάλλοντος, καθώς και των εκπροσώπων όλων των γνωστών και αγνώστων ειδών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου, με τη χαρακτηριστική για την παιδική ηλικία αφαίρεση των περισσότερων λεπτομερειών, την απλοποίηση και την τυποποίηση της μορφής, αλλά και την προσθήκη των προϊόντων της φαντασίωσης. ’ρχισα να ζωγραφίζω!
Αυτή η οπτικοδιανοητική δραστηριότητα, με τη συνακόλουθη διαμόρφωση της ανάλογης δεξιοτεχνίας αναπτύχθηκε με την ηλικία και ωρίμασε με τη συσσωρευμένη πείρα και αποτέλεσε μια σημαντική, μάλλον τη σημαντικότερη, συνιστώσα της ζωής μου μέχρι περίπου τα 27 μου χρόνια.
Κατά το χρονικό αυτό διάστημα έμαθα να χειρίζομαι με δεξιοτεχνία πρακτικά όλα τα υλικά που χρησιμοποιούνται στη ζωγραφική και γενικότερα στις γραφικές τέχνες, καθώς και τη γλυπτική. Έτσι, χρησιμοποίησα το απλό μολύβι, το κάρβουνο, σε όλες του τις ποικιλίες, το μελάνι με πεννάκι, πινέλο, σπρέυ ή spatter, τη σέπια, τα σκληρά και μαλακά χρωματιστά μολύβια, τα χρώματα παστέλ, τις νερομπογιές, τις λαδομπογιές, τα τέμπερα και άλλα χρώματα, τη σπάτουλα και το πινέλο, το ξύλο, το linoleum μαζί με τη σμίλη και όλα τα εργαλεία της χαρακτικής, τον πηλό της αγγειοπλαστικής ή ακόμα και το ψαλίδι και την κόλλα με τo χρωματιστό είτε και το τυπωμένο χαρτί.
Τα προϊόντα όλης αυτής της δραστηριότητας, τα «καλλιτεχνήματα,» είχαν ευρύτατη ποικιλία: τοπία, νεκρή φύση, γυμνό, πίνακες με θέματα από την καθημερινή ή τη φανταστική ζωή, σκίτσα, γελοιογραφίες, πορτραίτα, αγιογραφίες, αυτοπροσωπογραφίες, εξώφυλλα και εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, ετικέτες διακοσμήσεις ειδών κεραμικής, νεροκολοκυθογραφίες, σκηνογραφίες θεάτρου, διαφημιστικές διαφάνειες για τον κινηματογράφο, ταμπέλες, επιγραφές, καμουφλάζ κτιρίων, ταφόπετρες από λευκόλιθο, κλπ.
Αλλά ποια σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με τη φυσιολογία και γενικότερα με το μηχανισμό της όρασης; Και ποια σχέση μπορεί να έχουν με το θαυματουργό κουτί με τις νερομπογιές, που μου χάρισαν όταν έκλεινα τα τρία μου χρόνια; Η απάντηση είναι και απλή αλλά συγχρόνως και περίπλοκη και μπερδεμένη!
Η αίσθηση της όρασης πράγματι πραγματοποιείται με μια σειρά από καταπληκτικά περίπλοκους μηχανισμούς, στους οποίους συμμετέχουν τόσο τα περιφερικά αισθητήρια όργανα, δηλαδή τα μάτια, όσο και τα κεντρικά νευραδικά κυκλώματα στον εγκέφαλο κατά τρόπους που φαίνεται ότι εξαντλούν το άκρο άωτο της εφευρετικότητας της Φύσης.
Και όλα αυτά για να δημιουργηθεί στη συνείδηση μια εντύπωση εικόνας που υποτίθεται ότι έχει κάποια σχέση με την αντικειμενική φυσική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζούμε. Όμως τα φαινόμενα εξαπατούν.
Η αίσθηση της όρασης είναι η μοναδική ίσως αίσθηση που έχει μια εντελώς τεχνητή και πέρα για πέρα παραπλανητική εντύπωση για το φυσικό κόσμο που είναι γύρω μας. Μας δημιουργεί μια μεγάλη και μεγαλοπρεπή ψευδαίσθηση, η οποία όμως αποδείχθηκε τόσο εξυπηρετική για τη ζωή, την επιβίωση και την εξέλιξή μας, ώστε να θεωρείται σαν η σημαντικότερη από τις αισθήσεις.
Επιπρόσθετα, τα στοιχεία με τα οποία αυτή η αίσθηση τροφοδοτεί τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς συμμετέχουν κατά ουσιαστικό και θεμελιακό τρόπο στη διακίνηση ολόκληρου του περιεχομένου της συνείδησης, καθώς και στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς μας σε όλους τους τομείς της ζωής και της δραστηριότητάς μας.
Και εξηγούμαι: Γύρω μας επικρατεί μια, στη κυριολεξία χαώδης κατάσταση όσον αφορά τις ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες που διατρέχουν και γεμίζουν ολόκληρο το χώρο. Η ποικιλία τους, όσον αφορά το μήκος κύματος είναι αφάνταστη.
Πράγματι αρχίζουν από μήκη κύματος που είναι πολύ μικρότερα από τη διάμετρο ενός ατόμου μέσου μεγέθους, και φτάνουν σε μήκη κύματος που μετρούνται σε δεκάκις εκατομμυριοστά , σε εκατομμυριοστά, σε χιλιοστά και εκατοστά του μέτρου, για να φτάσουν τα λίγα μέτρα ή και σε δεκάδες, εκατοντάδες ή και χιλιάδες μέτρα!.
Η κυριότερη πηγή τους είναι βέβαια ο ήλιος, αλλά και όλο το περιεχόμενο του Σύμπαντος έξω από τη Γη, καθώς και όλες οι επίγειες πηγές ακτινοβολίας, τόσο οι φυσικές, όσο και οι τεχνητές, που λειτουργούν χάρη στη δική μας δραστηριότητα (τεχνητός φωτισμός, τα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά σήματα, οι ακτίνες Χ, κλπ.)
Όλες αυτές οι ακτινοβολίες έχουν το χαρακτηριστικό γνώρισμα να μεταδίδονται κατ ευθεία γραμμή, ένας δε μεγάλος αριθμός από αυτές έχουν την ιδιότητα να υφίστανται ανάκλαση προς όλες τις κατευθύνσεις όταν προσπίπτουν σε υλικά σώματα, να περνάνε αναλλοίωτες μέσα από αυτά, είτε να απορροφούνται, με αποτέλεσμα να αφήνουν τα ίχνη της επίδρασής τους υπό τη μορφή μεταβολών σε άτομα και μόρια της ύλης.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ολόκληρος ο Χώρος είναι υπερασφυκτικά γεμάτος από όλα αυτά τα είδη της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, ενώ που και που, κατά αραιά διαστήματα, υπάρχει και αυτό το κάτι που ονομάζουμε Ύλη!
Με δεδομένη αυτή τη χαώδη κατάσταση είναι πράγματι εκπληκτικό το γεγονός ότι αναπτύχθηκε τελικά ένα σύστημα τόσο επιλεκτικό ώστε να ξεχωρίζει μέσα από αυτό το αδιαπέραστο περιπλεγμένο μπέρδεμα ένα μικρό και ασήμαντο φάσμα συχνοτήτων, και με την κατάλληλη διαμόρφωση να σχηματίζει αυτό που λέγεται εικόνα του φυσικού κόσμου.
Εννοείται ότι η φύση και τα χαρακτηριστικά αυτής της εικόνας εξαρτώνται, κατά μεγάλο μέρος από τα στοιχεία που μπορούν να μεταφέρονται από την ακτινοβολία που χρησιμοποιείται για το σχηματισμό της και, κατά συνέπεια, μπορεί να μην ανταποκρίνεται πιστά προς την αντικειμενική πραγματικότητα την οποία υποτίθεται ότι εκπροσωπεί.
Πως λοιπόν λειτουργεί η όραση; Το δεκτικό όργανο είναι το μάτι (ή μάλλον τα δυο μάτια, γιατί όπως θα δούμε, για τη σωστή όραση χρειάζονται και τα δυο μάτια). Το καθένα από τα δυο μάτια αποτελεί ένα σκοτεινό θάλαμο, μέσα στον οποίο εισέρχονται από μια σχετικά μικρή οπή (που βρίσκεται στον πρόσθιο πόλο του ματιού και ονομάζεται κόρη του ματιού), οι φωτεινές ακτίνες που προέρχονται από τα γύρω μας.
Και επειδή αυτές οι ακτίνες διαδίδονται μόνο κατά ευθεία γραμμή, σχηματίζουν στο πίσω τοίχωμα του σκοτεινού αυτού θαλάμου ένα είδωλο των επιφανειών από τις οποίες προέρχονται. Αυτό το είδωλο αποτελεί και την πραγματική πρώτη ύλη για την αίσθηση της όρασης., δηλαδή εκείνο που πράγματι «βλέπουμε» δεν είναι το αντικείμενο που βρίσκεται απέναντί μας, αλλά αυτή η εικόνα που σχηματίζεται κατά ένα εντελώς φυσικό μηχανισμό, πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα των ματιών μας.
Από αυτό το σημείο και ύστερα εκείνο που χρειάζεται είναι ο μηχανισμός με τον οποίο τα ίχνη αυτού του ειδώλου θα μπορέσουν να φτάσουν στον εγκέφαλο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει αντιληπτή η παρουσία του στα μάτια μας. Απλοποιημένα αυτά γίνονται με τον ακόλουθο τρόπο.
Α. Στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του κάθε ματιού περιέχονται κάπου εκατόν τρία εκατομμύρια φωτοϋποδοχείς (100.000.000 ραβδία και 3.000.000 κωνία), δηλαδή κύτταρα που μπορούν να επηρεάζονται από την ένταση του φωτός που επιδρά πάνω τους (ραβδία) και επιπρόσθετα και από το μήκος κύματος αυτού του φωτός (κωνία).
Β. Η χημική μεταβολή που επιτελείται με την επίδραση της φωτεινής ακτινοβολίας στο κάθε ραβδίο και κωνίο του αμφιβληστροειδούς μεταφράζεται σε εκπομπή ανάλογων νευρικών διεγέρσεων (νευρικές ώσεις) από τον κάθε φωτοϋποδοχέα, οι οποίες μεταβιβάζονται σε άλλα νευρικά κύτταρα που βρίσκονται επίσης στον αμφιβληστροειδή χιτώνα.
Τελικά, οι νευρικές αυτές ώσεις, αφού υποστούν μια μάλλον πολύπλοκη κωδικοποίηση μέσα σε νευραδικά κυκλώματα του αμφιβληστροειδούς, αποστέλλονται προς τον εγκέφαλο με τις 1.600.000 νευρικές ίνες που περιέχονται στο κάθε οπτικό νεύρο, δηλαδή το νεύρο με το οποίο το κάθε μάτι συνδέεται με τον εγκέφαλο.
Γ. Αυτές οι νευρικές ίνες καταλήγουν κάπου στο μέσο του εγκεφάλου, όπου υπάρχουν κέντρα στα οποία αποδίδονται ορισμένες μάλλον αδρές πληροφορίες, όπως, για παράδειγμα, η γενική ένταση του φωτισμού, και οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη ρύθμιση του ανοίγματος της κόρης του ματιού και άλλων λειτουργιών που έχουν σχέση με την όραση.
Δ. Στη συνέχεια, από αυτά τα κέντρα αρχίζουν άλλες νευρικές ίνες, με τις οποίες τα νευρικά σήματα που ξεκίνησαν από τα μάτια, τελικά μεταβιβάζονται σε ορισμένες περιοχές που βρίσκονται στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, στον ινιακό λοβό, όπου και πραγματοποιείται αυτό το «θαύμα» που ονομάζεται όραση.
Υπολογίζεται ότι όταν βλέπουμε ένα συνηθισμένο ηλιόλουστο τοπίο, αποστέλλονται και από τα δυο μας μάτια προς τον εγκέφαλο κάπου 350.000.000 (τριακόσια πενήντα εκατομμύρια) νευρικές ώσεις ανά δευτερόλεπτο, δηλαδή πολύ περισσότερες από τις νευρικές ώσεις με τις οποίες τροφοδοτείται ο εγκέφαλος από όλα μαζί τα άλλα αισθητήρια του σώματος.
Τα μάτια επιτελούν διάφορες αυτόματες και εκούσιες κινήσεις για την επικέντρωση του βλέμματος στα διάφορα σημεία της εικόνας με τη συστολή και τη χάλαση ορισμένων μυών, που επιτελούν τις ταχύτερες και τις λεπτότερες κινήσεις που είναι δυνατό να γίνονται σε ολόκληρο το σώμα.
Επίσης, το άνοιγμα της κόρης του ματιού (διάμετρος της κόρης) ρυθμίζεται με μεγάλη ακρίβεια από τους κεντρικούς μηχανισμούς της όρασης, ανάλογα με την ένταση του φωτισμού του περιβάλλοντος, αλλά και σύμφωνα με διάφορες άλλες παραμέτρους που αφορούν τη ψυχική και ιδιαίτερα τη συναισθηματική μας κατάσταση.
Έτσι, αν αυτό που βλέπουμε μας «αρέσει,» και ιδιαίτερα αν παρουσιάζει σεξουαλικό ενδιαφέρον, οι κόρες των ματιών διευρύνονται πέρα από όσο δικαιολογείται από την ένταση του φωτισμού, με επακόλουθο να τα βλέπουμε όλα θολά και συγκεχυμένα (μάτι γαρίδα!).
Ο τελικός προορισμός των νευρικών ώσεων στον εγκέφαλο, που ξεκινάνε από τις διάφορες θέσεις του αμφιβληστροειδούς του κάθε ματιού, παρουσιάζει μια αξιοπερίεργη ιδιαιτερότητα: Πράγματι, όλα τα σήματα που ξεκινάνε από το δεξιό μισό των δυο αμφιβληστροειδών, δηλαδή από τη ρινική μοίρα του αριστερού ματιού και την κροταφική μοίρα του δεξιού ματιού, καταλήγουν στο δεξιό ινιακό λοβό του εγκεφάλου.
Κι αντίστροφα, όλα τα νευρικά σήματα που ξεκινάνε από το αριστερό μισό και των δυο αμφιβληστροειδών, δηλαδή από τη ρινική μοίρα του δεξιού ματιού και την κροταφική μοίρα του αριστερού ματιού, τελικά καταλήγουν στον αριστερό ινιακό λοβό του εγκεφάλου.
Επιπρόσθετα, τα σήματα που προέρχονται από το εντελώς κεντρικό τμήμα και των δυο αμφιβληστροειδών (την ωχρά κηλίδα), τελικά καταλήγουν και στους δυο ινιακούς λοβούς (το δεξιό και τον αριστερό) του εγκεφάλου.
Από αυτά συμπεραίνεται ότι η εικόνα που γίνεται συνειδητά αντιληπτή δεν «παράγεται» σαν ένα ενιαίο σύνολο σε ένα συγκεκριμένο μέρος του εγκεφάλου, αλλά κομματιαστή σε διάφορα σημεία, και στη συνέχεια ενοποιείται στη συνείδηση, προφανώς με νευραδικά κυκλώματα με τα οποία συνδέονται μεταξύ τους όχι μονάχα τα δυο ημισφαίρια αλλά και τα διάφορα τμήματα το ίδιου ημισφαιρίου μεταξύ τους.
Και το χρώμα; Εδώ είναι που η εφευρετικότητα που βρίσκεται ενσωματωμένη μέσα στους μηχανισμούς της όρασης ξεπέρασε κάθε άλλο φυσικό πρότυπο. Στη Φύση βέβαια, η έννοια του χρώματος ΔΕΝ υπάρχει.
Είναι όμως πρόδηλο ότι με την όραση των χρωμάτων επιτυγχάνεται μια χωρίς προηγούμενο διεύρυνση της αναλυτικής και διακριτικής ικανότητας του ματιού, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα ευκρινούς διαχωρισμού πολύ περισσότερων σημείων που βρίσκονται μέσα στο οπτικό πεδίο, που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να διαχωρίζονται μεταξύ τους.
Πράγματι, χωρίς την παράμετρο του χρώματος, το μάτι και στη συνέχεια όλος ο συνακόλουθος μηχανισμός της όρασης μπορεί να ξεχωρίζει στην εικόνα που γίνεται ορατή μόνο σημεία που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την ένταση του φωτισμού, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να διαχωρίζεται και το μήκος κύματος του φωτός που προέρχεται από αυτά.
Με την εφεύρεση όμως του χρώματος, οι δυνατότητες διάκρισης μεταξύ δυο σημείων γίνονται πολύ περισσότερες, η δε εικόνα που τελικά γίνεται αντιληπτή καθίσταται πολύ περισσότερο ενδιαφέρουσα και βέβαια πολύ περισσότερο εξυπηρετική.
Αλλά πως γίνεται αυτό το θαύμα; Είπαμε ότι οι φωτοϋποδοχείς στον κάθε αμφιβληστροειδή είναι περίπου εκατό εκατομμύρια ραβδία και τρία εκατομμύρια κωνία. Αυτά τα τελευταία είναι υπεύθυνα για την όραση των χρωμάτων. Πράγματι, διάσπαρτα στον αμφιβληστροειδή, και σε πολύ μεγαλύτερη πυκνότητα στα κεντρικότερα τμήματά του, βρίσκονται αυτά τα κωνία που είναι τριών ειδών:
1) εκείνα που ενεργοποιούνται με το ορατό φως με τα μεγαλύτερα μήκη κύματος, δηλαδή εκείνο που γίνεται αντιληπτό ως κόκκινο.
2) εκείνα που ενεργοποιούνται με το φως με τα μεσαία μήκη κύματος (πράσινο), και
3) εκείνα που εμφανίζουν ευαισθησία στο φως με τα μικρότερα μήκη κύματος, δηλαδή αυτό που γίνεται αντιληπτό ως κυανούν (μπλε).
Έτσι, όταν σε ένα σημείο του ειδώλου που σχηματίζεται στον αμφιβληστροειδή προσπίπτει φως με πολύ μεγάλο μήκος κύματος, αυτό ενεργοποιεί μόνο το πρώτο είδος κωνίων, οι δε νευρικές ώσεις που εκπέμπονται από αυτά , όταν φτάνουν στα κατάλληλα σημεία του εγκεφάλου, ερμηνεύονται και περνάνε προς τη συνειδητή αντίληψη με τη μορφή του κόκκινου χρώματος.
Εάν το φως που προσπίπτει σε ένα σημείο του αμφιβληστροειδούς έχει μήκος κύματος που βρίσκεται ενδιάμεσα μεταξύ του κόκκινου και του πράσινου, τότε ενεργοποιούνται κωνία που ανήκουν στα δυο πρώτα είδη και ανάλογα με την ένταση της ενεργοποίησης του κάθε είδους, οι εγκεφαλικές διεργασίας ερμηνεύουν τις νευρικές ώσεις που φτάνουν στον εγκέφαλο με το ανάλογο χρώμα, για παράδειγμα, πορτοκαλί, ή κίτρινο, ή πρασινοκίτρινο, κλπ.
Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα υπόλοιπα κωνία, για να δώσουν την εντύπωση του κυανού χρώματος, είτε και των συνδυασμών του με τα υπόλοιπα.
Βέβαια με την ενεργοποίηση και των τριών ειδών των κωνίων, με την κατάλληλη ένταση, αποδίδονται προς τον εγκέφαλο οι νευρικές εκείνες ώσεις που ερμηνεύονται ως «λευκό χρώμα» ή, ακριβέστερα, παρουσία φωτός και απουσία χρώματος.
Έτσι, μπροστά σε ένα πίνακα ζωγραφικής με τις φωτοσκιάσεις, τα χρώματα και τις αποχρώσεις, σε συνδυασμό με τη μορφή, την έκταση και το σχήμα επιφανειών που δημιουργούνται από τους νευραδικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου, με πρώτη ύλη τα είδωλα που σχηματίζονται στον αμφιβληστροειδή τροφοδοτείται η συνείδηση με την «εικόνα.»
Και αυτή, με τη σειρά της παρέχει στο άτομο, εκτός από τα καθαρά πληροφοριακά στοιχεία, και το υλικό για τη διαμόρφωση του συναισθηματικού περιεχομένου της αίσθησης της όρασης: ωραίο, άσχημο, αρμονία, δυσαρμονία, ευχάριστο, δυσάρεστο.
Και βέβαια, η συναισθηματική αυτή απήχηση του περιεχομένου της όρασης δεν εξαρτάται μόνο από τα ορώμενα, αλλά και από το περιεχόμενο του εγκεφάλου, που έχει εναποτεθεί εκεί μέσα, τόσο ασυνείδητα όσο και με κοπιαστική, καμιά φορά, ενσυνείδητη προσπάθεια: την κατάλληλη εκπαίδευση και την αισθητική καλλιέργεια.
Διαβάστε επίσης
- Το Ελληνικό ελαιόλαδο γίνεται γνωστό σε όλο τον κόσμο
- Πρωτότυπες θεραπείες για το hangover απ΄όλο τον κόσμο
- Flash-Altmed: Το εναλλακτικό παράθυρο στην υγεία
- Η ετήσια έκθεση της Unicef για την κατάσταση των παιδιών στον κόσμο
- Το Χονγκ Κονγκ έχει τους λιγότερους καπνιστές στον κόσμο
Γεννήθηκε στην Κερύνεια, ΚΥΠΡΟΣ, 20/12/1920. Διετέλεσε Καθηγητής Φυσιολογίας Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών.