Το 1928 ο Alexander Fleming παρατήρησε τυχαία πως μία μολυσματική μούχλα (Penicillium) ανέστελλε τη βακτηριακή ανάπτυξη. Έπειτα από πειράματα, απομονώθηκε ένας αντιβακτηριακός παράγοντας που ονομάστηκε πενικιλίνη – το πρώτο αντιβιοτικό. Μέχρι σήμερα έχουν παραχθεί εκατοντάδες αντιβιοτικά που έχουν σαν βάση τους την πενικιλίνη. Παρά τις προειδοποιήσεις των ιατρών όμως , η αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών ουσιών έχει οδηγήσει στη δημιουργία ανθεκτικών στελεχών βακτηρίων, που μένουν ανεπηρέαστα ακόμα και από τα πιο ισχυρά αντιβιοτικά. Εξάλλου, είναι γνωστά σε όλους τα προβλήματα των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων που συναντώνται συχνά σε ασθενείς , οι οποίοι παραμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε νοσοκομειακούς χώρους. Παρόλο που οι χημικοί έχουν βελτιώσει κατά το μέγιστο δυνατό τα υπάρχοντα αντιβιοτικά, είναι αρκετά δύσκολο να βρεθούν νέες αντιβιοτικές χημικές δομές.
Στο σημείο αυτό επεμβαίνει μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Αμερική από τη Fernandez-Lopez και τους συναδέλφους της. Σύμφωνα με αυτήν, ανακαλύφθηκαν κάποιες νέες πρωτεϊνικές δομές, που έχουν την ικανότητα να σκοτώνουν επιλεκτικά συγκεκριμένους μικροοργανισμούς – στόχους.
Οι πρωτεϊνικές αυτές δομές αποτελούνται από 6 – 8 αμινοξικά κατάλοιπα και σχηματίζουν έναν δακτύλιο. Ο δακτύλιος αυτός φέρει συγκεκριμένες ιδιότητες που τον καθιστά ικανό να κινείται χημειοτακτικά προς τη μεμβράνη παθογόνων μικροοργανισμών. Στη συνέχεια , επικάθεται σε αυτήν και συνεπικουρούμενος από πολλές τέτοιες δομές σχηματίζει έναν πόρο, οδηγώντας στην αποσύνθεση του μικροοργανισμού.
Οι κλινικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν σε ποντίκια είχαν θετική έκβαση. Τα πειραματόζωα είχαν μολυνθεί από διάφορα παθογόνα βακτήρια και έπειτα από ένεση των νέων πεπτιδίων παρατηρήθηκε πως η περιοχή της μόλυνσης είχε καθαριστεί εντελώς , χωρίς σημαντικές παρενέργειες.
Τα νέα όμως αντιβιοτικά θα καθυστερήσουν να παραχθούν μαζικά , καθώς υπάρχουν δύο σημαντικά προβλήματα . Τα πεπτίδια αυτά υπάρχουν φυσιολογικά σε πολλούς οργανισμούς , ανάμεσά τους και στον άνθρωπο, όπου μεταφέρονται στην εστία της μόλυνσης από τα ευκίνητα λευκά αιμοσφαίρια ή παράγονται τοπικά (π.χ. από το επιθήλιο του λεπτού εντέρου).
Οταν όμως χορηγηθούν σε ενέσιμη μορφή στον πάσχον οργανισμό, τα
συνθετικά πεπτίδια συναντούν δυσκολίες να διασχίσουν τους
φυσιολογικούς ιστούς μέχρι να φτάσουν στον στόχο τους.
Το δεύτερο πρόβλημα έχει να κάνει με τη φύση (τη χημική σύσταση)
των πεπτιδίων αυτών.
Στη σύνθεση των πρωτεϊνών χρησιμοποιούνται μόνο τα L – αμινοξέα και σπάνια οι ισομορφές τους, τα D – αμινοξέα (το καθρέπτισμά τους) . Τα δακτυλιοειδή αυτά πεπτίδια χρησιμοποιούν αρκετά D -αμινοξέα, τα οποία εμποδίζουν τη χημική τους σύνθεση καθιστώντας τα υπερβολικά ακριβά για παραγωγή.
Δεν παύει βέβαια η ανακάλυψη αυτή να αποτελεί σημαντικότατο βήμα στην πορεία ανακάλυψης νέων αντιμικροβιακών ουσιών, διαθέτουσα όμως ορισμένα τεχνικά προβλήματα, των οποίων η λύση είναι θέμα χρόνου. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να γίνεται σαφές πως η ορθολογιστική χρήση αντιβιοτικών , από τη μεριά του ασθενούς, είναι το κλειδί στην αποτροπή της δημιουργίας νέων ανθεκτικών μικροβίων.
Διαβάστε επίσης
- Νέοι φακοί επαφής μειώνουν τον κίνδυνο μολύνσεων
- Aμεση μέθοδος ανίχνευσης και ποσοτικοποίησης των μολύνσεων από ιούς
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Είναι υπότροφος του Ερευνητικού Κέντρου Βιοϊατρικών Επιστημών “Αλέξανδρος Φλέμινγκ”.