Οι γυναίκες που κρύβουν το φυσικό χρώμα των μαλλιών τους με τακτική χρησιμοποίηση μόνιμων βαφών μαλλιών, μπορεί να εκθέτουν τον εαυτό τους σε αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση καρκίνου της ουροδόχου κύστεως. Αυτό είναι το συμπέρασμα έρευνας που έγινε στη Νότια Καλιφόρνια και ήρθε να προστεθεί στη μέχρι σήμερα συζήτηση σχετικά με το πόσο ασφαλή είναι τα διάφορα χημικά που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία της ομορφιάς σήμερα. Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως είναι ο 6ος πιο συχνός καρκίνος στις ΗΠΑ, προσβάλλοντας 53.000 ανθρώπους κάθε χρόνο και οδηγώντας στο θάνατο 12.200. Την τελευταία εικοσαετία έχουν γίνει διάφορες μελέτες, οι οποίες δεν κατόρθωσαν να βρούν φανερή συσχέτιση ανάμεσα στον καρκίνο της ουροδόχου κύστεως και στις βαφές μαλιών.
“Η μελέτη μας έγκειται στην ανάδειξη της συσχέτισης ανάμεσα στη συχνότητα και στη διάρκεια χρησιμοποίησης βαφών μαλλιών και κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου ουροδόχου κύστεως” λέει η δρ Μανουέλα Γκάγκο-Ντομίνγκεζ, από την Ιατρική Σχολή του Κεκ του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια. Για τη διερεύνηση αυτής της συχέτισης, μελετήθηκαν περισσότερες από 1500 περιπτώσεις καρκίνου ουροδόχου κύστεως κι έγινε σύγκριση με άλλα 1500 άτομα που ήταν υγιή. 897 άτομα από την 1η ομάδα, ανέφεραν πληροφορίες σχετικές με τη χρησιμοποίηση βαφής μαλλιών. Δεδομένα από έναν παρόμοιο αριθμό ενηλίκων που δεν χρησιμοποιούσαν βαφές μαλλιών χρησιμοποιήθηκαν για σύγκριση. Αφού έγινε εξομοίωση ως προς τον παράγοντα κάπνισμα (γνωστός προδιαθεσικός παράγοντας του καρκίνου της ουροδόχου κύστεως), οι συγγραφείς βρήκαν ότι οι γυναίκες που χρησιμοποιούσαν τουλάχιστον μια φορά τον μήνα βαφή μαλιών, είχαν δυο φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν καρκίνο της ουροδόχου κύστεως, σε σχέση με αυτές που δεν τις χρησιμοποιούσαν. Οι γυναίκες που ανέφεραν τακτική χρήση βαφών για τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια, παρουσίασαν 3 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν καρκίνο της ουροδόχου κύστεως, από αυτές που δεν χρησιμοποιούσαν.
Κομμωτές και επαγγελματίες είχαν 50% μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν καρκίνο της ουροδόχου κύστεως. Αυτοί που είχαν επαγγελματική χρήση των βαφών για τουλάχιστον 10 χρόνια, είχαν 5 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα από ότι το συγκριτικό γκρουπ. Η αιτιολογία είναι ακόμη αδιευκρίνηστη, αν και χημικές ουσίες που είναι γνωστές σαν αρυλαμίνες που βρίσκονται στις βαφές έχουν ενοχοποιηθεί. Σύμφωνα με την υπεύθυνη της έρευνας, “η συγκεκριμένη έρευνα είναι μια από τις μεγαλύτερες και πιο αναλυτικές μελέτες που έχουν γίνει πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα και τα συμπεράσματά της έχουν σημαντικές συνέπειες για τη δημόσια υγεία. Παρ’ όλα αυτά, είναι πρόωρο να δοθούν κάποιες συστάσεις για προσεκτική χρησιμοποίηση αυτών των βαφών”. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης θα δημοσιευθούν στο τεύχος Φεβρουαρίου του International Journal of Cancer.
Ο αντίλογος στη συγκεκριμένη έρευνα δεν άργησε να έρθει. Σύμφωνα με τον δρ. John Corbert, σύμβουλο της ένωσης για τα καλλυντικά και τα αρώματα, τα ευρήματα της νέας έρευνας δεν θα έπρεπε να επηρεάσουν τη χρησιμοποίηση των βαφών και τη βιομηχανία τους. Η έρευνα χρησιμοποίησε, λανθασμένα, σαν κριτήρια το χρονικό διάστημα και τη συχνότητα έκθεσης, ενώ, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει ως μοναδικό κριτήριο το χρώμα βαφής. Σύμφωνα με την άποψή του, οι σκουρόχρωμες βαφές έχουν πολύ μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε χημικά από ότι οι ανοικτόχρωμες. Τελειώνοντας ο δρ.Corbert υπογράμμισε ότι δεν θα πρέπει η συγκεκριμένη μελέτη να δημιουργήσει φόβους στο ευρύ κοινό σχετικά με την κατανάλωση προϊόντων που χρησιμοποιεί χρόνια.
Διαβάστε επίσης
Επιμέλεια σύνταξης ειδήσεων σχετικών με την Υγεία (Νέα από την Ελλάδα και τον Κόσμο) για το site Care.gr.