Τα ψυχοσυναισθηματικά ελλείμματα των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες

Εισαγωγή

Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να προτείνουμε μεθόδους αντιμετώπισης των ψυχοσυναισθηματικών ελλειμμάτων, που παρουσιάζουν στην πλειονότητά τους οι σημερινοί μαθητές.

Τα ελλείμματα αυτά αντλούν συνήθως τις ρίζες τους από ένα ιδιαίτερο μαθησιακό και κατ’ επέκταση ψυχοσυναισθηματικό ζήτημα, το οποίο παρουσιάζει πολυπλοκότητα τόσο ως προς τον ορισμό του, όσο και ως προς την επίλυσή του, την δυσλεξία.

Ο καθηγητής Julian Elliott του πανεπιστημίου Durham υποστήριξε ότι «δυσλεξία δεν υπάρχει» διότι δεν είναι εφικτό να συμφωνηθεί από τους ειδικούς τόσο ο ορισμός της, όσο και η ακριβής διάγνωση του κάθε παιδιού βάσει των χαρακτηριστικών της διαταραχής που παρουσιάζει.

Αίτια εμφάνισης ειδικών μαθησιακών δυσκολιών

Στην διαμάχη για τον ακριβή ορισμό των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών, που προέκυψε την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, έρχονται να προστεθούν οι ορισμοί της  Εθνικής Συλλογικής Επιτροπής, η οποία υποστηρίζει πως οι μαθησιακές δυσκολίες είναι δυσλειτουργία του νευρικού συστήματος και θεωρεί ότι συνυπάρχει με άλλες συναισθηματικές διαταραχές ή με περιβαλλοντολογικούς παράγοντες, χωρίς όμως να είναι αποτέλεσμα αυτών.

Από την άλλη πλευρά η Διεθνή Εταιρία Δυσλεξίας συμφωνεί ότι η δυσλεξία είναι διαταραχή του νευρικού συστήματος, ωστόσο θεωρεί ότι είναι κληρονομική και αποκλείσει την επίδραση του περιβάλλοντος ενώ προτείνει και μια έγκυρη παρέμβαση για να επιτευχθεί η ανάπτυξη των μαθητών.

Σύμφωνα με μια άλλη προσέγγιση, οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν ταυτόχρονα προβλήματα συμπεριφοράς, όπως έλλειψη προσοχής ή και αγχώδεις διαταραχές, με αποτέλεσμα να επέρχεται η σχολική δυσκολία.

Οι πιο διαδεδομένες θεωρητικές προσεγγίσεις για τα αίτια της δυσλεξίας αφορούν βιολογικά, γνωστικά και κοινωνικοσυναισθηματικά αίτια.

Σύμφωνα με την νευροβιολογική θεωρία, στα παιδιά με δυσλεξία δεν ενεργοποιούνται περιοχές του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου που σχετίζονται με την αναγνωστική ικανότητα αλλά περιοχές του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου.

Φαίνεται ότι τα άτομα με δυσλεξία χρησιμοποιούν περισσότερο την φωνολογική κωδικοποίηση για να επεξεργαστούν τις πληροφορίες που προσλαμβάνουν.

Ως προς τα γνωστικά αίτια της δυσλεξίας, πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι τα αίτια εμφάνισης της δυσλεξίας αφορούν το φωνολογικό έλλειμμα, το οποίο αμφισβητήθηκε από άλλους ερευνητές θεωρώντας ότι τα ελλείματα στην προσοχή αποτελούν το βασικό αίτιο της δυσλεξίας.

Ωστόσο σύμφωνα με έρευνες, αρκετοί είναι οι μαθητές που παρουσιάζουν ελλείμματα στην ακουστική επεξεργασία ή ελλείμματα στην μνήμη εργασίας.

Τέλος, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση, οι μαθησιακές δυσκολίες των μαθητών είναι αποτέλεσμα διαταραγμένων οικογενειακών σχέσεων, οι οποίες μπορούν να ερμηνευτούν, στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης οικογενειακού περιβάλλοντος- μαθητή, αλλά και το πώς ενδοψυχικοί παράγοντες του ίδιου του παιδιού επηρεάζουν αρνητικά την γνωστική του ανάπτυξη.

Ψυχοσυναισθηματικά ελλείμματα σε γνωστικό και κοινωνικό τομέα

Είναι γεγονός αποδεκτό από όλους όσους μελετούν τις μαθησιακές δυσκολίες, ότι η μεγαλύτερη δυσκολία των μαθητών σχετίζεται με τα ψυχοσυναισθηματικά ελλείμματα που εμφανίζουν στην καθημερινότητά τους, τόσο σε σχολικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο.

Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες δυσκολεύονται να συμπορευτούν με τους άλλους μαθητές της τάξης. Αυτονόητο είναι, ότι αισθάνονται ελλειμματικά ως προς τους συμμαθητές τους, διότι έρχονται αντιμέτωπα με την απόρριψη και την επίκρισή τους.

Θεωρούν ότι είναι ανεπαρκή ως προς την σχολική τους πρόοδο, γι’ αυτό μπορεί να είναι απείθαρχα ή να παραπονιούνται συχνά για σωματικές ενοχλήσεις, με σκοπό να φύγουν από την τάξη.

Επιπλέον, τα παιδιά αυτά βιώνουν πολύ έντονο άγχος όταν αναγκάζονται να αναγνώσουν ένα κείμενο μπροστά σε όλη την τάξη ή όταν πρέπει να γράψουν στον πίνακα ενώπιον όλων και αισθάνονται πανικό όταν πρέπει να λάβουν μέρος σε σχολικές δραστηριότητες.

Έτσι, η εμφάνιση αυτών των συναισθημάτων συνδέεται με χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία πηγάζει από τις σχολικές τους επιδόσεις, καθώς σχολείο και οικογένεια συχνά περιμένουν υψηλές αποδόσεις.

Είναι γεγονός ότι η έλλειψη υποστηρικτικού δικτύου συχνά οδηγεί τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες στην κατάθλιψη, καθώς η χαμηλή αυτοεκτίμηση προκαλεί ενοχές που οφείλονται στην αδυναμία να αποδώσουν ικανοποιητικά στο σχολείο.

Ως αποτέλεσμα, οι μαθητές παρουσιάζουν αδυναμία συγκέντρωσης και προσοχής σε δραστηριότητες, απώλεια ενδιαφέροντος, μόνιμη απελπισία, συμπτώματα που παραπέμπουν στην κατάθλιψη.

Τέλος, τα κίνητρα αποτελούν βασική προϋπόθεση της σχολικής εμπλοκής, καθώς οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζουν μειώμενα κίνητρα μάθησης και επίτευξης στόχων.

Παράλληλα, πολλά παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς, καθώς διαθέτουν μειωμένες κοινωνικές δεξιότητες και ελάχιστες κοινωνικές σχέσεις.

Μερικά από τα προβλήματα συμπεριφοράς είναι η επιθετικότητα και η παραβατικότητα στην εφηβική ηλικία. Έτσι, παρατηρείται ότι τα παιδιά αυτά συγκρούονται συχνά με τους συμμαθητές τους, θυμώνουν εύκολα, είναι αρκετά εύθικτα, εκφοβίζουν ή ενοχλούν τους συμμαθητές και δεν υπακούν σε κανόνες.

Η συγκεκριμένη συμπεριφορά λειτουργεί ως άμυνα για αυτά, όπως φαίνεται από τις εξηγήσεις που δίνουν για την συμπεριφορά του που εμφανίζουν κατά την αλληλεπίδρασή τους με τους συμμαθητές τους.

Ειδικότερα, αντιλαμβάνονται τα ελλείμματα τους σε γνωστικό επίπεδο και λόγω αμηχανίας ή ντροπής, υιοθετούν δυσλειτουργικές συμπεριφορές ώστε να στρέψουν την προσοχή των άλλων στην συμπεριφορά για να αποφύγουν μια ενδεχόμενη κριτική ως προς τα γνωστικά τους ελλείμματα.

Ωστόσο, οι επιθετικές και παραβατικές συμπεριφορές, αλλά και τα ψυχοσυναισθηματικά προβλήμα μπορεί να εκπηγάζουν από περιβαλλοντικούς παράγοντες και να μην είναι συνέπεια των μαθησιακών δυσκολιών ή άλλων γενετικών διαταραχών.

Τρόποι αντιμετώπισης ψυχοσυναισθηματικών ελλειμμάτων

Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς ή τους συμμαθητές τους, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό τους. Ιδιαίτερα το τελευταίο είναι πολύ απαιτητικό, διότι είναι πολύ σημαντικό να μπορέσει κάποιος να αλλάξει τα συναισθήματά του, ή να χειραγωγήσει τον εαυτό του με σκοπό την ενδυνάμωσή του.

Μια μελέτη σχετικά με αυτό το σκοπό αναφέρεται στην ψυχική ανθεκτικότητα, η οποία είναι μια διαδικασία κατά την οποία παράγοντες όπως τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του παιδιού, οι δεξιότητες και οι αξίες, οι γονείς που παρέχουν σταθερότητα και τέλος ευκαιρίες για το μέλλον, προσπαθούν να αντιστρέψουν τις αρνητικές συνέπειες των μαθησιακών δυσκολιών σε θετικές.

Ειδικότερα, το παιδί πρέπει να θέσει στόχους για το απώτερο μέλλον, οι οποίες θα εκκινούν λειτουργία της αποφασιστικότητας, της επιμονής και της υπομονής. Βέβαια, είναι απαραίτητο, τα παιδιά να αναπτύξουν θετική αυτοαντίληψη για τις δεξιότητες, τις ικανότητές τους και την σχολική τους επίδοση.

Έτσι, το παιδί θα αναπτύξει φιλικές σχέσεις, θα έχει ευελιξία να αντιμετωπίσει κάθε αντιξοότητα, θα επιλύσει τα προβλήματά του και θα εκφράζεται ελεύθερα χωρίς φόβο ή ανησυχία για τυχόν επικρίσεις.

Τέλος, η συνεργασία σχολείου – οικογένειας είναι απαραίτητη ώστε να σχεδιαστούν παρεμβάσεις που θα έχουν ως στόχο την στήριξη και την ενίσχυση των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες.

Αρχικά, οι γονείς πρέπει να υποστηρίζουν το παιδί, να ανιχνεύουν οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα του παιδιού, να ζητούν βοήθεια όταν αυτό είναι αναγκαίο και να λειτουργούν ως πρότυπο για το παιδί τους.

Θα πρέπει να ενισχύουν τις θετικές πλευρές του παιδιού, να αποφεύγουν αντιπαραθέσεις και εντάσεις, ώστε το παιδί να αισθάνεται σίγουρο για τον εαυτό του μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον.

 Από την άλλη πλευρά, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αξιολογούν τους μαθητές ώστε να ανιχνεύουν τις μαθησιακές δυσκολίες ή άλλα ενδεχόμενα προβλήματα και να προσαρμόζουν το μάθημα βάσει των αναγκών των μαθητών τους.

Αναγκαία προϋπόθεση είναι, η συνεργασία των εκπαιδευτικών με τον σχολικό ψυχολόγο και τους γονείς, με στόχο τη διαμόρφωση κατάλληλων προγραμμάτων παρέμβασης.